Άρκευθοι δένδρα και δάση αρκεύθων
Άρκευθος η δυσοσμότατη, μαλόκεδρος (Juniperus
foetidissima) στην Αργιθέα
Στην Ελλάδα απαντώνται 8 είδη και 4 υποείδη
αρκεύθων (ανήκουν στο γένος Juniperus). Σχεδόν σε όλη την Ελλάδα είναι γνωστά ως
«κέδρα». Έτσι στην απλή λαϊκή γλώσσα γνωστά είναι τα δάση «κέδρων» στη Γαύδο,
στον Πάρνωνα, στην Πρέσπα. Στην πραγματικότητα όμως o κέδρος (επιστημονική
ονομασία Cedrus) απαντάται σε άλλες περιοχές του κόσμου. Στην Ελλάδα ως αυτοφυή
απαντώνται μόνο άρκευθοι.
Τις περισσότερες φορές οι άρκευθοι
εμφανίζονται σε μορφή θάμνων που αναπτύσσονται αραιά σε λιβάδια ή μέσα σε δάση.
Απαντώνται συνήθως σε περιοχές όπου δύσκολα φύονται άλλα υψηλά ξυλώδη είδη, όπως
σε βραχώδεις ή αμμώδεις θέσεις. Λίγα είναι τα είδη και τα άτομα που έχουν τη
μορφή δένδρων, ενώ ακόμα πιο δύσκολα σχηματίζουν, έστω και μικρής έκτασης, δάση
στον ευρωπαϊκό χώρο. Για τη δημιουργία δασών αρκεύθου απαιτούνται πολλά χρόνια,
καθώς αυξάνουν πολύ αργά. Τα δάση που σχηματίζουν είναι συνήθως αραιά επειδή
είναι, επιπλέον, φωτόφιλα είδη: αυτό έχει ως αποτέλεσμα στα δάση αυτά να
απαντώνται πολλά είδη φυτών, τόσο είδη που εμφανίζονται σε ανοιχτά περιβάλλοντα
και τους αρέσει η έντονη ηλιακή ακτινοβολία, όσο και είδη που έχουν προσαρμοστεί
σε πιο σκιασμένα περιβάλλοντα και συνήθως απαντώνται σε θαμνώνες και δάση. Η
εμφάνιση, μάλιστα, των αρκεύθων σε ακραία περιβάλλοντα, όπου δύσκολα
προσαρμόζονται κοινά είδη φυτών, έχει ως αποτέλεσμα να βρίσκονται πολλές φορές
μαζί με είδη φυτών που είναι σπάνια, ενδημικά κ.λπ.
Παράλια Άρκευθος (Juniperus oxycedrus subsp.
Macrocarpa) στο Ελαφονήσι Κρήτης
Από τους πιο γνωστούς σχηματισμούς δενδρωδών
αρκεύθων είναι αυτοί που απαντώνται σε παραθαλάσσιες περιοχές, σε παράκτιες
αμμοθίνες κυρίως στη νότια Ελλάδα, που σχηματίζονται από τη φοινικική και τη
μακρόκαρπη άρκευθο (Juniperus phoenicea και J. macrocarpa, αντίστοιχα). Τα ίδια
είδη αρκεύθων σχηματίζουν και θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων με άλλους ξυλώδεις
θάμνους, όπως το σχίνο (Pistacia lentiscus). Οι σχηματισμοί των δύο αυτών ειδών
αρκεύθου είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για τη σταθεροποίηση των αμμοθινών και γι’
αυτό αποτελούν τύπο οικοτόπου προτεραιότητας για την Ευρωπαϊκή Ένωση με την
ονομασία «Λόχμες των παραλιών με αρκεύθους». Τις τελευταίες δεκαετίες αυτός ο
τύπος οικοτόπου δέχεται ισχυρή πίεση από ανθρώπινες δραστηριότητες, κυρίως από
την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη του τουρισμού, τις πυρκαγιές,την έλλειψη ενημέρωσης και
ευαισθητοποίησης, τη βόσκηση και την απόθεση απορριμμάτων. Πρόσφατα,
ολοκληρώθηκε το έργο Life-Junicoast (www.junicoast.gr) που υλοποιήθηκε από το
Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων, το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο
Αθηνών, το Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης Κρήτης και την Αποκεντρωμένη Διοίκηση
Κρήτης με τη συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη μακροχρόνια
διατήρηση του τύπου οικοτόπου. Οι σχηματισμοί όμως αυτοί δεν μπορούν να
χαρακτηριστούν ως δάση, καθώς οι δενδρώδεις άρκευθοι είναι πάρα πολύ αραιές και
συνήθως έχουν θαμνώδη μορφή λόγω των κλιματικών και εδαφικών συνθηκών (ισχυροί
άνεμοι, αλατούχα εδάφη κ.λπ.).
‘Αρκευθος η δρυπώδης (Juniperus
drupacea)
Από τα πιο ενδιαφέροντα δάση αρκεύθου είναι
αυτά της δρυπώδους αρκεύθου (J. drupacea) που απαντάται στον Πάρνωνα. Το είδος
έχει μια πολύ ιδιαίτερη εξάπλωση, καθώς απαντάται στη Μέση Ανατολή (Συρία,
Λίβανο, Ισραήλ, ΝΑ Τουρκία) και κατόπιν εμφανίζεται σε πολύ μεγάλη απόσταση,
απομονωμένο στον Πάρνωνα και με λίγα άτομα στον Ταΰγετο. Η οριακή εξάπλωσή του,
το καθιστά οικολογικά ευάλωτο σε διάφορους παράγοντες, όπως είναι η πυρκαγιά. Τα
δάση αυτά, μαζί με τα δάση της υψηλής και της δυσοσμοτάτης αρκεύθου (J. excelsa
και J. foetidissima, αντίστοιχα) αποτελούν επίσης τύπο οικοτόπου προτεραιότητας
για την Ευρωπαϊκή Ένωση με την ονομασία «Ενδημικά δάση της Μεσογείου με
αρκεύθους».
H υψηλή και η δυσοσμοτάτη άρκευθος έχουν
σχετικά ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα, αλλά σπάνια σχηματίζουν συστάδες ή δάση.
Συνήθως απαντώνται μεμονωμένα, διάσπαρτα δέντρα μέσα σε λιβάδια. Οι περιπτώσεις
στις οποίες σχηματίζουν αμιγείς ή μεικτές (όπως π.χ. με δρυς, γαύρους, οστρυές
κ.ά.) συστάδες, είναι στην κοιλάδα του Νέστου, στη Θάσο, στο Άσκιο και σε
λιγοστά άλλα μέρη. Τα πιο εκτεταμένα δάση υψηλής και δυσοσμοτάτης αρκεύθου είναι
αυτά στις Πρέσπες, με την εντυπωσιακή συστάδα του υπεραιωνόβιου δάσους του Αγίου
Γεωργίου των Ψαράδων.
Το δάσος του Αγίου Γεωργίου αποτελεί το πιο
αντιπροσωπευτικό δάσος αρκεύθου στην Ελλάδα, ίσως και στην Ευρώπη, καθώς είναι
μάλλον το μοναδικό που έχει δασικό χαρακτήρα, δηλαδή έχει «ενδοδασογενές»
περιβάλλον. Οι άρκευθοι εδώ έχουν ύψος 10-13 μέτρων και η ηλικία τους ξεπερνάει
πιθανότατα τα 500 έτη. Σε αυτό εμφανίζονται πολλά φυτικά είδη. Είναι
χαρακτηριστικό ότι σε έκταση μόλις 50 x 50 εκ. (δηλ. το ¼ του τετραγωνικού
μέτρου) βρέθηκαν μέχρι και 18 διαφορετικά είδη φυτών! Μεταξύ αυτών, εμφανίζονται
και πολλά σπάνια και ενδημικά είδη.
Τα προβλήματα των δασών αρκεύθου είναι η
δραστική αλλαγή των χρήσεων γης, κυρίως για την ανάπτυξη υποδομών μαζικού
τουρισμού, και η ποδοπάτηση του ριζικού τους συστήματος στις παράκτιες περιοχές,
η εγκατάλειψη της βόσκησης στις ορεινές περιοχές και οι πυρκαγιές, που αποτελούν
κίνδυνο σε όλη τη χώρα. Οι επιπτώσεις από τον τουρισμό και τις πυρκαγιές είναι
λίγο-πολύ γνωστές, γι’ αυτό αξίζει να σταθούμε λίγο στις επιπτώσεις από την
εγκατάλειψη της βόσκησης. Η βόσκηση κατά το παρελθόν ήταν πολύ έντονη, και δεν
επέτρεπε την εξάπλωση των αρκεύθων, αλλά, τουλάχιστον, επέτρεπε τη διατήρησή
τους σε αραιές συστάδες. Σήμερα η έλλειψη κανονικής βόσκησης, κυρίως στην
ηπειρωτική Ελλάδα, οδηγεί στην πύκνωση των δασών αυτών, με την εισβολή
πλατύφυλλων, όπως τα διάφορα είδη δρυός. Επειδή όμως τα πλατύφυλλα είναι πιο
ταχυαυξή από τις αρκεύθους, μεγαλώνουν σε ύψος πιο γρήγορα, «σκεπάζοντας» τις
αρκεύθους, οι οποίες λόγω της έλλειψης φωτός δεν μεγαλώνουν και δεν
αναγεννώνται. Στην περίπτωση αυτή έχουμε ένα παράδειγμα μίας μόνιμης οικολογικής
διαταραχής, όπως είναι η βόσκηση, που αναστέλλει τη διαδοχή της βλάστησης
επιτυγχάνοντας κάτι θετικό, την διατήρηση των σπάνιων δασών αρκεύθου. Για την
αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, στον Εθνικό Δρυμό Πρεσπών, βρίσκεται σε
εξέλιξη το έργο Life-Nature JunEx. Το έργο συντονίζεται από την Εταιρία
Προστασίας Πρεσπών και υλοποιείται σε συνεργασία με το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής
Ιστορίας/Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων–Υργοτόπων και με τη στήριξη της Διεύθυνσης
Δασών Φλώρινας, του Δήμου Πρεσπών και του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού
Πρεσπών. Χρηματοδοτείται από τη Γενική Διεύθυνση Περιβάλλον της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής και έχει σαν κύριους σκοπούς τον έλεγχο των πλατυφύλλων με συνδυασμό
υλοτομιών και ελεγχόμενης βόσκησης και τον εμπλουτισμό της φυσικής αναγέννησης
με φυτεύσεις.
Γιατί όμως να μην αφήσουμε τη φύση, να
εξελιχθεί μόνη της; Η απάντηση είναι «για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας». Η
έκταση στην οποία επιδιώκεται η ανάσχεση της διαδοχής είναι πολύ μικρή σε σχέση
με την έκταση των δρυοδασών που απαντούν στις Πρέσπες. Έτσι ενώ για τα δρυοδάση
οι επιπτώσεις θα είναι αμελητέες, για τη διατήρηση των μοναδικών αυτών δασών
αρκεύθων με την τεράστια φυτοποικιλότητα η ανάσχεση της διαδοχής είναι τεράστιας
σημασίας. Εξάλλου τα πλατύφυλλα δεν θα χαθούν, αφού σκοπός είναι μόνο να
περιοριστεί η δυναμική τους, ώστε να επιτραπεί η αναγέννηση και διατήρηση των
δασών αρκεύθου.
Επιπρόσθετα η ήπια διαταραχή που επανεισάγεται
«μιμείται» μια από τις φυσικές διαταραχές που έχει εκλείψει από την περιοχή, τη
βόσκηση των άγριων οπληφόρων. Οι υλοτομίες από την άλλη αποκαθιστούν σε κάποιο
βαθμό την απώλεια βιομάζας από τις φυσικές πυρκαγιές, αν και το καθεστώς
διαταραχής από τις πυρκαγιές διερευνάται.
Γ.
Φωτιάδης, M. Βραχνάκης, Π. Κακούρος
(Ο
Γ. Φωτιάδης είναι Δρ Δασολόγος στο Τμήμα Δασοπονίας & ΔΦΠ, Τ.Ε.Ι. Στερεάς
Ελλάδας, ο Μ. Βραχνάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Δασοπονίας &
ΔΦΠ, Τ.Ε.Ι. Θεσσαλίας και ο Πέτρος Κακούρος είναι Δρ. Δασολόγος στο Ελληνικό
Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων.)
Πηγή:
Περιοδικό «η φύση» τεύχος 145
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου