Από πολύ παλιά τα χρώματα της λαϊκής μας
παράδοσης στην υφαντική και στα ενδύματα ήταν σχεδόν αποκλειστικά φυτικά. Όμως
με το πέρας των χρόνων οι λαϊκές τέχνες έσβηναν και έπαιρναν μαζί τους και τις
τεχνικές βαφής με φυτικά χρώματα. Σε ορισμένες όμως περιοχές της Ελλάδας
υπάρχουν ακόμα εργαστήρια που προσπαθούν να αναβιώσουν την ξεχασμένη αυτή γνώση
και να την προσαρμόσουν στις σύγχρονες αισθητικές απαιτήσεις.
Μια από τις
πρώτες ανακαλύψεις του προϊστορικού ανθρώπου ήταν η ιδιότητα κάποιων ουσιών να
αφήνουν έγχρωμα σημάδια. Έτσι πριν ακόμα, αρχίσει να γράφει, αισθάνθηκε την
ανάγκη αξιοποιώντας τις έγχρωμες αυτές ουσίες να απεικονίσει τη ζωή του, να
ομορφύνει τον τόπο της κατοικίας του, να εξυμνήσει με το δικό του μοναδικό τρόπο
τα κατορθώματά του, να γράψει τη δική του ιστορία.
Αργότερα ο άνθρωπος
χρησιμοποίησε την έμφυτη ανάγκη του για το ωραίο, για τη βαφή των ινών και των
ρούχων του. Σαφείς πληροφορίες για την αρχή της χρήσης των χρωστικών για τη βαφή
ινών δεν έχουμε. Στην ανακάλυψη των ουσιών αυτών έφτασε όπως πάντοτε μέσα από
μια διαδικασία γεμάτη από δοκιμές, λάθη, συμπτώσεις και αλλαγές. Άρχισε κατόπιν
να πειραματίζεται και με άλλα υλικά.
Παρατήρησε ύστερα ότι κάποια άλλα
φυσικά υλικά, όπως το θαλασσινό αλάτι και η στυπτηρία, βοηθούσαν στην ενίσχυση
του χρώματος και των αντοχών του.
Κατασκευάζει ειδικά βαφεία, δουλεύει με
συγκεκριμένα υλικά και με νέους στόχους. Η βαφική μπαίνει πλέον στο εμπόριο και
συγκαταλέγεται ανάμεσα στις τέχνες.
Πολλά
είναι τα φυτά που έχουν βαφικές ιδιότητες.
Χρησιμοποιήθηκαν από την
προϊστορική εποχή μέχρι πρόσφατα που δημιουργήθηκαν οι βιομηχανικές και οι
συνθετικές βαφές. Μερικά από τα φυτά έδιναν χρώματα υψηλής αισθητικής. Ένα από
αυτά είναι και ο κρόκος, όπου έδινες ένα πορτοκαλοκίτρινο χρώμα όπου το
χρησιμοποιούσαν για την βαφή πολυτελών και βασιλικών ενδυμάτων. Όμως για την
σταθεροποίηση του χρώματος χρειάζονταν πρόστυψη.
Αυτό επιτυγχάνεται με την
προσθήκη ουσιών, όπως ο ασβέστης και η στάχτη. Όμως χρησιμοποιούσαν και απλές
χημικές ουσίες όπως η σόδα ή αμμώνια ή και φυσικές ουσίες όπως το
ξύδι.
Υπάρχουν όμως και φυτά που δεν χρειάζονται πρόστυψη. Τέτοια είναι η
βελανιδιά, η καρυδιά, η καστανιά, η ροδιά και η χαρουπιά.
Από την άλλη φυτά
τα οποία χρειάζονται πρόστυψη είναι το κρεμμύδι, όπου οι φλούδες του μας δίνουν
γήινες αποχρώσεις του καφέ και του κίτρινου, το λάπαθο, το μανουσάκι, η ντομάτα,
η μυρτιά, το σπάρτο, το χαμομήλι , η ρίγανη κ.α.
Φυσικά
χρώματα
Τα φυσικά χρώματα χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες
ανάλογα με την προέλευσή τους.
• Φυτικά χρώματα: είναι χρώματα που
προέρχονται από διάφορα μέρη των φυτών, όπως φύλλα, ρίζες, φλοιός και πέταλα
(π.χ. ριζάρι, λουλάκι, ρόδι, καρυδόφυλλα)
• Ζωικά χρώματα: αυτά προέρχονται
από ζωικούς οργανισμούς (π.χ. κρεμέζι, πορφύρα)
•Ορυκτά χρώματα: τέτοια
ορυκτά είναι του σιδήρου, του χαλκού, του χρωμίου κ.λ.π.
Οι αποχρώσεις που προκύπτουν από τη χρήση των
φυσικών βαφών είναι:
• Κυανές
• Ερυθρές
• Κίτρινες
•
Πράσινες
• Καφέ
Η
διαδικασία της βαφής του υφάσματος σε γενικά στάδια παραμένει η
ίδια:
• Πλύσιμο
• Πρόστυψη
• Βαφή
• Ξέπλυμα
Η βαφή των
υφασμάτων γινόταν συνήθως τους ανοιξιάτικους και τους καλοκαιρινούς μήνες. Το
γεγονός αυτό δεν απέκλειε την ύπαρξη φθινοπωρινών και χειμωνιάτικων βαφών. Ακόμα
όμως και μέσα στην κάθε περίοδο, ο βαφέας δεν μπορούσε ποτέ να είναι σίγουρος
για το χρωματικό αποτέλεσμα της βαφής του. Το χρώμα που θα προκύψει εξαρτάται
από την κατάσταση του φυτού ή του ζώου προέλευσης, τις κλιματολογικές συνθήκες
και την κατάσταση του εδάφους.
Τα φυσικά χρώματα είναι μοναδικά και ανθεκτικά.
Αντιδρούν διαφορετικά σε κάθε περίπτωση βαφής, με την δική τους προσωπικότητα. Ο
βαφέας που ασχολείται με τις φυσικές βαφές, κάθε φορά που βάφει, προσπαθεί να
αντλήσει τα μυστικά που βρίσκονται μέσα σε κάθε λουτρό
βαφής.
Βαφές για μάλλινα
Τα μάλλινα βάφονται
πράσινα, κίτρινα, καφέ, μαύρα, μπλε και κόκκινα σε διάφορες αποχρώσεις, ανάλογα
με το είδος του υφαντού.
Πράσινο
1. Aκονιζά. Είναι θάμνος
πολυετής. Είναι ένα φυτό με δυσάρεστη οσμή. Η χρήση της ήταν ευρέως διαδεδομένη
στην Κρήτη και ο απλούστερος τρόπος βαφής γινόταν στο χωριό Καραβάδω Ηρακλείου.
Επίσης, σε κάποια μέρη της Κρήτης χρησιμοποιούσαν την ακονιζά για την παρασκευή
κίτρινου χρώματος.
2. Φύλλα αμυγδαλιάς και ροδιάς. Χρησιμοποιούσαν
Αυγουστιάτικα φύλλα για να είναι μεστωμένα-ώριμα σε συνδυασμό με καρα-μπογιά για
να επιτευχθεί η επιθυμητή απόχρωση.
3. Για το πράσινο χρησιμοποιούσαν και το
ζουμί της χαμομηλιάς (είδος θάμνου)
Πράσινο επίσης έπαιρναν και από τα φύλλα
της ροδιάς. Το φύλλο της καρυδιάς επίσης όταν το έβραζαν τους έδινε ένα
μαυροπράσινο.
Κίτρινο
1. Xαμωλιά. Η χαμελαία του
Διοσκορίδη. Μαζεύεται τα πρωτοβρόχια «τότες απού ‘χει όλη τη δύναμη». Με
προσθήκη στυπτηρίας δίνει κίτρινη απόχρωση.
2. Ρίζα ξινής ρογδιάς, φλούδια
και μεμβράνες του ροδιού, φρέσκα φύλλα ρογδιάς και ξερά φύλλα μυγδαλιάς. Τα φυτά
αυτά τα βράζουν όλα μαζί. Δεν χρειάζεται πρόστυμμα, λόγω της τανίνης που
περιέχουν η ρίζα και οι μεμβράνες των ρογδιών.
3. Μανούσα (μονά μανουσάκια) ή
με λουλούδια της οξινίδας. Για τη βαφή χρησιμοποιούν στυπτηρία και αλάτι
χοντρό.
4. Ξερά φύλλα αμυγδαλιάς. Τα φύλλα συλλέγονται τον Αύγουστο και
ξεραίνονται σε σκιά. Στα προς βαφή νήματα-όργατα στην κρητική διάλεκτο-κατά τη
διαδικασία της βαφής προσθέτουν στυπτηρία και στη συνέχεια χρησιμοποιούν αλυσίβα
για καλύτερα αποτελέσματα.
5. Φύλλα βερυκοκκιάς. Σε αρχικό στάδιο γίνεται
πρόστυψη με στυπτηρία και στη συνέχεια ακολουθεί η βαφή.
6. Λουτσά
(βέρβερίς). Στα Ανώγεια και γενικά στην Δ. Κρήτη έβαφαν με τη ρίζα, το ξύλο και
τον καρπό της μάλλινα και μεταξωτά. Η βαφή δεν χρειαζόταν πρόστυψη.
Καφέ
Το καφέ χρώμα επιτυγχάνεται με
φυτικές ουσίες, σκουριά και καπνιά.
1. Στράφυλα (στέμφυλα) και φλοιός και
φύλλα πλατάνου. Δίνουν ανοικτό καφέ χρώμα. Τα στράφυλα πρέπει να μην είναι πολύ
φρέσκα αλλά να έχουν σκουρύνει. Η χρήση στυπτηρίας ήταν απαραίτητη.
2.
Καρυδότσουφλα (καρυδόκουπες) και τρυφεροί κλώνοι καρυδιάς. Λόγω της τανίνης που
περιέχουν δεν χρειάζεται πρόστυψη. Τα υφάσματα που είναι βαμμένα με καρυδόκουπες
ονομάζονται καρυδάκια.
3. Βελανίδι. τα βελανίδια για το ανοιχτό καφέ και το
μπεζ. Χρησιμοποιούσανε τους καρπούς και το φλοιό των βελανιδιών για βαφή σε
αποχρώσεις του μπεζ. Η βαφή με βελανίδι είναι κατάλληλη για το στερέωμα της
βαφής στα μάλλινα.
4. Σκουριά. Μάζευαν τη σκουριά από τα πολυσκουριασμένα
σιδερικά. Κάποιες φορές τα αγόραζαν και από τους γύφτους. Κατά τη διάρκεια της
βαφής χρησιμοποιούσαν αδύνατο ξύδι και τρυγιά. Στις Ατσιπάδες Μονοφατσίου
Ηρακλείου, αντί ξιδιού χρησιμοποιούσαν ξιδιασμένα αποπλύματα της σκάφης του
ζυμωτού.
5. Καπνιά σε συνδιασμό με βελανιδόκουπες. Παίρνουν καπνιές απ’το
τζάκι, λίγες μαύρες και περισσότερες προς το καφέ χρώμα και τις έβραζαν μαζί με
βελανιδόκουπες. Δε χρειάζεται πρόστυψη με στύψη επειδή τα βελανίδια περιέχουν
δεψικόν οξύ. Όταν δε χρησιμοποιείται καμιά φυτική ουσία έβαφαν τα όργατα με
καπνιές και προσθήκη στυπτηρίας.
Μαύρο
Το μαύρο χρώμα επιτυγχάνεται
με φυτικές ουσίες, με καπνιές σε συνδυασμό με κάρβουνο και με σκουριά.
1.
Ρόδι και καραμπογιά. Παίρνουν τις φλούδες του ροδιού και αρκετά συρκωμένα(ώριμα)
ρογδάκια, τα οποία περιέχουν και καρπούς.
2 Καπνιές και κάρβουνο. Κάνουν
κάρβουνα από γέρικες κουρμούλες αμπελιού και λίγα δεσπολοτσίκουδα (κουκούτσια
από μούσμουλα). Ρίχνουν στύψη αλελεσάπι. Παρόμοια διαδικασία ακολουθείται και
για τη βαφή των βαμβακερών.
3. Σκουριά. Η βαφή γίνεται σε πολλαπλά στάδια.
Αρχικά γινόταν βαφή των μάλλινων σε καφέ και στη συνέχεια γινόταν εμβάπτιση σε
ζουμί από σκουριά. Η εμβάπτιση σε σκουριά μπορούσε να γίνει περισσότερες από μια
φορές έως ότου επιτευχθεί το επιθυμητό χρωματικό αποτέλεσμα.
Μπλε
1. Λουλάκι. Στις αρχές του
20ου αιώνα έβαφαν με Μισιργιώτικο λουλάκι , το λουλάκι των βαφέων, χωρίς
πρόστυψη, επειδή το φυσικό λουλάκι βάφει μάλλινα απευθείας και σταθερά.
Διαθέτονταν σε σκληρά και στιλπνα πλακίδια. Η ποσότητα του λουλακίου επηρέαζε το
βάθος της απόχρωσης.
2 Καρποί ελιάς. Μάζευαν τους πεσμένους καρπούς της
ελιάς που δεν προορίζονταν για φάγωμα.
Κόκκινο
1. Πρινοκόκκι ή κρμίζο
(κόκκος ο βαφικός). Είναι άγνωστη η ακριβής χρήση του. Πιθανών να έβαφαν τα
μαλλιά πρώτα με λουλάκι και μετά το βουτούσαν σε διάλυση κόκκου. Το πρινοκόκκι
το χρησιμοποιούσαν συνειδητά μόνο οι χωρικές που το μάζευαν μόνες τους. Οι
υπόλοιπες το αγόραζαν και πιθανώς αγνοούσαν το όνομα και την προέλευσή
του.
2. Ερυθρόδανο (ριζάρι) ή αγριοριζάρι. Πολυετές φυτό η ρίζα του οποίου
ήταν ευρέως διαδεδομένη για τη βαφή κόκκινων νημάτων. Από μαρτυρίες
γνωστοποιείται ότι η χρήση των στελεχών του υπόλοιπου φυτού έδινε μωβ χρώμα. Τις
ρίζες πριν τη βαφή τις ξέραιναν και μετά τις
κονιορτοποιούσαν.
Βαφές για
βαμβακερά
Κίτρινο
1. μαντρηλίδα ή μαντηλίδα
(χρυσάνθεμο, μαργαρίτα). Γύρω στο τέλος Μαΐου γινόταν η συγκομιδή, όταν το φυτό
ήταν ώριμο. Χρησιμοποιούσαν στυπτηρία.
2. άθος (στάχτη). Μάζευαν τη στάχτη
από το τζάκι και με το αφέψημα έβαφαν τα νήματα και κατόπιν τα άφηναν στον
ήλιο. Την διαδικασία την επαναλάμβαναν πολλές φορές.
3. ρογδόφυλλα και
παραγινωμένα ρόδια. Κρατούσαν το υπόλοιπο από την βαφή των μάλλινων και έβαφαν
τα βαμβακερά με προσθήκη μεγάλης ποσότητας στύψης.
4. κρομυδόφυλλα.
Χρησιμοποιούσαν τα απόξώφυλλα των κρεμμυδιών με προσθήκη στύψης.
5. φύλλα
πλατάνου. Με την προσθήκη ποτάσας και φύλλα πλατάνου επιτύγχαναν χρώμα
κίτρινο.
6. κρόκος, ζαφορά ή στρένβέργια. Από τους στήμονες των κίτρινων
κρινακίων για τη βαφή των βαμβακερών.
7. ξινολούλουδο. «Τσίτρινο(κίτρινο)
ήβγαζα (έβγαζα)από το ξινολούλουδο… κετέεις (ξέρεις) τι είναι; Ετσειονά (εκείνο)
απού (που) φυτρώνει δίπλα στσ’ (στους) αγρούς με τα τσίτρινα (κίτρινα) αθάκια,
ε, κειονά (εκείνο).
8. Ράμνο. Από το ράμνο (είδος καλλιεργημένου θάμνου)
παίρνουμε κίτρινο προς το λαδί»
Πράσινο
1. χλωρά φύλλα αμυγδαλιάς.
Το πράσινο χρώμα επιτυγχάνεται με την προσθήκη στύψης, άθου (δηλ. στάχτη) και
αλουσάς κατά τη διάρκεια της βαφής.
2. ιβίσκος. Τα στελέχη του φυτού δίνουν
αποχρώσεις του πράσινου. «Από τον ιβίσκο εγώ έχω βγάλει πράσινο προς το
χακί.»
Μπλε
1.
Λουλάκι. Έβαφαν με λουλάκι που το προμηθεύονταν από τους μπογιατζήδες. Επειδή το
λουλάκι δεν είχε τόσο καλά αποτελέσματα στην βαφή των βαμβακερών χρησιμοποιούσαν
στο προς βαφή λουτρό μαλλόρουπο ή κοινώς σαργιά.
Μετά τη βαφή βουτούσαν τα
βαμβακερά σε λεκάνη με ουρία για καλύτερη στερέωση του χρώματος. Η μέθοδος
εισήχθη στην Κρήτη από γυναίκες που είχαν επικοινωνία με γυναίκες άλλες
ελληνικές επαρχίες.
Καφέ
1. Αμυγδαλόκουπες. Αμέσως μετά
τη συλλογή των αμυγδάλων και πριν φύγει η
υγρασία, τα σπάνε και βράζουν το
ξυλώδες περίβλημα. Με τον τρόπο αυτό, παίρνουν ένα χρώμα ανοικτό
καφέ.
«Επίσης γινόταν συνδυασμός του ήδη βαμμένου νήματος με άλλα χρώματα.
Για παράδειγμα το νήμα που ήταν βαμμένο κίτρινο μπορούσες να το ρίξεις μέσα σε
ίντιγκο και να πάρεις πράσινο. Το ήδη βαμμένο κόκκινο νήμα από ριζάρι το
αναμειγνύαμε με κίτρινο και μας έδινε πορτοκαλί.»
Πηγή:gardenmagazine.gr