Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Έντονο το ενδιαφέρον και για τα αγρονομικά χαρακτηριστικά του και για την ευεργετική για την ανθρώπινη υγεία σύνθεσή του

Αχλή του μύθου και πραγματικότητα με το δίκοκκο σιτάρι


Μετά από 1.800 περίπου χρόνια απουσίας από τους αγρούς της Ελλάδας, τα τελευταία χρόνια εκδηλώνεται µεγάλο ενδιαφέρον από τους καλλιεργητές και τους καταναλωτές για το δίκοκκο σιτάρι, γνωστό µε την κοινή ονοµασία στην ελληνική ως ζειά ή ζέα.

Παράλληλα όµως, ιδιαίτερα µέσω του διαδικτύου, «κατασκευάστηκαν» µύθοι και προβλήθηκαν ανακρίβειες παντελώς ανυπόστατες, που φθάνουν µέχρι και τη συνοµωσιολογία περί παρέµβασης «ξένων κέντρων» για την απαγόρευση της καλλιέργειάς του κατά το τέλος της 10ετίας του 1920, έτσι ώστε να καταστραφεί, δήθεν, η δηµιουργική σκέψη και φαντασία των Ελλήνων (που απέδιδαν στη, δήθεν, αποκλειστική µέχρι τότε κατανάλωση ζειάς = δίκοκκου σιταριού). 
Ατεκµηρίωτες αναφορές σε ό,τι αφορά σε ιστορικά γεγονότα περί αποκλειστικής κατανάλωσης δίκοκκου σιταριού από τους αρχαίους Έλληνες και ειδικότερα από την στρατιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου κ.ά. δεν συνιστούν παρά µυθοπλασίες. 
Η πραγµατικότητα είναι ότι το δίκοκκο σιτάρι έπαψε να καλλιεργείται στον Ελλαδικό χώρο από τον 2ο µ.Χ. αιώνα. Πέραν των άλλων αναφορών για την µη παρουσία του δίκοκκου σιταριού στην Ελλάδα κατά τους τελευταίους 17 αιώνες, ο Σ.Ι. Παπαδάκης (1929), τότε ∆ιευθυντής του Σταθµού Καλλιτερεύσεως Φυτών Θεσσαλονίκης, στο λεπτοµερέστατο πόνηµά του «Ελληνικοί Τύποι Σίτου» αναφέρει «…δεν συναντήσαµεν ουδένα σίτον δικόκκου φυλής εν Ελλάδι». Επιπλέον και εξ όσων γνωρίζουµε, δεν υπάρχει ούτε µία τεκµηριωµένη αναφορά περί υπάρξεως του δίκοκκου σιταριού στην Ελλάδα και περί απαγόρευσης της καλλιέργεάς του το 1928. Είναι εποµένως ανακριβής ο ισχυρισµός οποιουδήποτε ότι καλλιεργεί σήµερα δίκοκκο σιτάρι, συνεχίζοντας την από 10ετιών οικογενειακή παράδοση καλλιέργειας δήθεν γηγενών ποικιλιών του. 

Αυξανόµενη ζήτηση
Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει µία ευρέως αυξανόµενη ζήτηση κατανάλωσης του δίκοκκου σιταριού, λόγω των διατροφικών και διαιτητικών του ιδιοτήτων, χαρακτηριστικά, που παρέµειναν αναλλοίωτα επί 10.000 χρόνια, λόγω µη εφαρµογής βελτιωτικών εργασιών επ’ αυτού. Αντίθετα, τα κυρίως καλλιεργούµενα είδη σιταριού (µαλακό, σκληρό) δέχθηκαν βελτιωτικές παρεµβάσεις µε αποτέλεσµα την δηµιουργία και καλλιέργεια πολυάριθµων σύγχρονων ποικιλιών τους, που χαρακτηρίζονται, πέραν των άλλων, από την υψηλή περιεκτικότητα σε γλουτένη.  Το ενδιαφέρον για την καλλιέργεια και κατανάλωση δίκοκκου σιταριού εστιάζεται αφενός µεν στα αγρονοµικά του χαρακτηριστικά και αφετέρου στη σύνθεσή του, η οποία του προσδίδει ιδιαίτερες διατροφικές και διαιτητικές ιδιότητες.

Τι είναι το δίκοκκο σιτάρι;
Το δίκοκκο σιτάρι είναι ένα είδος σιτηρού (δηµητριακού), όπως άλλα είδη σιτηρών (π.χ. µαλακό σιτάρι, σκληρό σιτάρι, κριθάρι, βρώµη, κ.ά) και όχι ποικιλία του κυρίως καλλιεργούµενου είδους µαλακού σιταριού ή οποιουδήποτε άλλου είδους σιτηρού. Το επιστηµονικό του όνοµα είναι Triticum dicoccum. Πρέπει να επισηµάνουµε ότι κάθε είδος οποιουδήποτε οργανισµού χαρακτηρίζεται από συγκεκριµένο αριθµό χρωµατοσωµάτων που υπάρχουν στον πυρήνα των κυττάρων του.
Τα είδη του σιταριού (αυτοφυή και καλλιεργούµενα) υπάγονται στο γένος Triticum. Απ’ αυτά: Σε ορισµένα είδη, τα περιβλήµατα (λέπυρα) είναι στενά προσκολληµένα στον σπόρο και δεν αποµακρύνονται µε το θεριζοαλωνισµό. Ο σπόρος λοιπόν, παραµένει «ντυµένος» και τα είδη αυτά του σιταριού ονοµάζονται «ντυµένα».  Σε άλλα είδη, αποµακρύνονται τα περιβλήµατα µε τον αλωνισµό και οι σπόροι παραµένουν «γυµνοί». Κατ’ επέκταση τα είδη αυτά σιταριού ονοµάζονται «γυµνά». 

Βρείτε εδώ ολόκληρο το φάκελο από το 466ο φύλλο της Agrenda: dikoko_sitari.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου