Τοπικά συστήματα παραγωγής σβήνουν τα «τροφομίλια» στα οπωροκηπευτικά
Λιάμης Λεωνίδας
Όσο αλλάζει η δομή και το μέγεθος
του σημείου λιανικής πώλησης και διερευνώνται πιο μικρά καταστήματα, όπως
μανάβικα και παντοπωλεία της γειτονιάς, τα «τροφομίλια» των οπωροκηπευτικών
μειώνονται, δείχνει έρευνα του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου
Θεσσαλονίκης.
Λαχαναγορά και
χονδρέμποροι δεν είναι ασφαλές μέρος συναλλαγής για τον παραγωγό που αναζητά
συμπράξεις με τους καταναλωτές.
Ενίσχυση των κινημάτων «χωρίς μεσάζοντες», ως επικρατέστερη εναλλακτική
διάθεσης των προϊόντων τους στο καταναλωτικό κοινό, προβλέπουν για το μέλλον οι
μικροί παραγωγοί, καθώς θεωρούν ότι, πλέον, τόσο η κεντρική λαχαναγορά όσο και ο
χονδρέμπορας, έχουν πάψει να αποτελούν για τους ίδιους ένα ασφαλές και δίκαιο
μέρος
συναλλαγής.
Μάλιστα,
εκτιμούν πως ο καλύτερος τρόπος για να πουλήσουν τα λαχανικά τους είναι να το
κάνουν μόνοι τους, απευθείας στις υπαίθριες λαϊκές αγορές είτε στα κινήματα
πόλης, παρά το γεγονός πως, στην πλειονότητά τους, συμφωνούν ότι η παρουσία τους
στη λαϊκή - υπαίθρια αγορά, τους αποσπά χρόνο που θα πρέπει να αφιερώσουν στο
χωράφι.
Υπό το πρίσμα αυτό, και με δεδομένο ότι πολλά προϊόντα οπωροκηπευτικής
διανύουν πολλά… τροφομίλια, προερχόμενα από κάθε λογής προορισμό της εσπερίας,
πριν έρθουν στην Ελλάδα και ωθήσουν στα ύψη τον ανταγωνισμό, οι συμπράξεις
μεταξύ γεωργών και καταναλωτών, όπως τονίζεται, θα ήταν ιδανικό σενάριο για τους
μικρού μεγέθους αγρότες.
Στα συμπεράσματα αυτά κατέληξε επιστημονική έρευνα με τίτλο: «Από την ύπαιθρο
στην πόλη: Μελλοντικά σενάρια για μειωμένα “τροφομίλια” και τοπικά συστήματα
παραγωγής» που διενεργήθηκε το 2013, από τον Τομέα Αγροτικής Οικονομίας του
Τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ, με τη στήριξη της Επιτροπής Ερευνών του
πανεπιστημίου, από την Λέκτορα κ. Μ. Παρταλίδου.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση του ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, η
εν λόγω εργασία ανέδειξε τα αυξημένα τροφομίλια που διανύουν τα οπωροκηπευτικά
κατά το ταξίδι του στην πόλη της Θεσσαλονίκης και διερεύνησε τις απόψεις μικρών
γεωργών, σχετικά με μελλοντικές μορφές συνεργασίας τους με τους αστούς.
Πιο συγκεκριμένα, στη μελέτη σημειώνεται πως «είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός
ότι στο σουπερμάρκετ μπορεί να βρει ο καταναλωτής μια ποικιλία προϊόντων και
εκτός εποχής, από διάφορα σημεία του πλανήτη. Ορισμένα από τα προϊόντα που
ταξιδεύουν από πολύ μακριά δεν είναι μόνο εξωτικά φρούτα και λαχανικά (τζιντζερ,
μάνγκο, μπανάνες, φινόκιο) αλλά και κολοκυθάκια, αχλάδια, κρεμμύδια, πιπεριές,
πατάτες, σκόρδα. Οι χώρες από τις οποίες έρχονται είναι: Τουρκία, Ιταλία,
Αυστρία, Ισραήλ, Πολωνία, Ολλανδία, Γαλλία, Ισπανία, Ακτή Ελεφαντοστού, Κίνα,
Αμερική, Βραζιλία, Περού και Χιλή».
Όσο πιο μικρά τα σημεία, τόσο πιο κοντά οι προμήθειες
Όσο αλλάζει η δομή και το μέγεθος του σημείου λιανικής πώλησης και
διερευνώνται πιο μικρά καταστήματα, όπως μανάβικα και παντοπωλεία της γειτονιάς,
τα τροφομίλια των οπωροκηπευτικών, κατά την έρευνα, μειώνονται. Όμως
εντοπίζονται προϊόντα, όπως κολοκυθάκια, κουκιά, πατάτες, φασολάκια, μανιτάρια,
που ταξιδεύουν χιλιόμετρα μακριά, είτε από το εξωτερικό είτε από αγροτικές
περιοχές της Ελλάδας, σε απόσταση άνω των 50 χλμ από τη Θεσσαλονίκη, όπως π.χ.
Αλεξάνδρεια Ημαθίας, Κατερίνη, Βέροια, Αριδαία, Φάρσαλα, Κρήτη. Περιοχές, κοντά
στη Θεσσαλονίκη, που προμηθεύουν τα μικρά σημεία πώλησης εντοπίστηκαν να είναι η
Αγ. Παρασκευή, τα Βασιλικά και η Επανομή.
Στην υπαίθρια λαϊκή αγορά, τα «ταξιδεμένα» κηπευτικά είναι μειονότητα.
Πρόκειται για προϊόντα όπως πατάτες, κολοκυθάκια, καρότα και φασολάκια από χώρες
όπως Λιθουανία, Τουρκία, Βέλγιο και Μαρόκο. Η συντριπτική πλειονότητα των
προϊόντων προέρχεται από την Ελλάδα, από περιοχές όπως Κρήτη, Λακωνία, Ναύπλιο,
Άργος, Κόρινθο, Αχαϊα, Βοιωτία, Ορεστιάδα, Πρέβεζα, Άρτα, Ζαγορά, Ξάνθη,
Νευροκόπι. Τα λιγότερο ταξιδεμένα λαχανικά έρχονται από τα Βασιλικά, τη Ν.
Ραιδεστό (Ν. Θεσ/νικης), την Τρίγλια, τη Ν. Γωνιά (Ν. Χαλκιδικής).
Λύση η ενίσχυση των τοπικών συστημάτων παραγωγής
«Μια λύση στο μέλλον για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι να ενισχυθούν
τα τοπικά συστήματα παραγωγής. Η Κοινωνικά Υποστηριζόμενη Γεωργία είναι μια
εναλλακτική μορφή γεωργικής παραγωγής, πώλησης και οργάνωσης, με βάση ένα τοπικό
δίκτυο, που στηρίζεται στην απλή λογική της συνεργασίας, με έμφαση στη
δημιουργία μιας κοινότητας γύρω από τα τρόφιμα. Με αυτόν τον τρόπο, οι μικροί
γεωργοί μπορούν να παρακάμψουν τις παραδοσιακές δομές της αγοράς και της
χρηματοδότησης οι οποίες τους δημιουργούν μεγαλύτερο ρίσκο» υποστηρίζει η
Λέκτορας του Τμήματος Γεωπονίας του Α.Π.Θ., Μαρία Παρταλίδου που πραγματοποίησε
την έρευνα.
Πρόβλημα διαδοχής και πρόσβασης στους αστούς
Σύμφωνα με την έρευνα, όσο ο γεωργικός πληθυσμός γηράσκει, όσο η αστικοποίηση
αυξάνεται, όσο η κρίση βαθαίνει και το ποσοστό της ανεργίας και της φτώχειας
αυξάνεται, τόσο εντονότερα γίνονται δυο βασικά προβλήματα: το πρόβλημα της
διαδοχής και της επιβίωσης των μικρών γεωργών και το πρόβλημα της πρόσβασης στα
τρόφιμα των αστών. Η Κοινωνικά Υποστηριζόμενη Γεωργία ως τοπικό σύστημα
παραγωγής έχει πολλαπλά οφέλη: καλύτερη επικοινωνία μεταξύ παραγωγών και
καταναλωτών, σχέση εμπιστοσύνης, δυνατότητα άμεσου ελέγχου της προέλευσης των
προϊόντων, αυτάρκεια σε τρόφιμα, αειφορική παραγωγή με χαμηλότερο ενεργειακό
αποτύπωμα (λόγω χαμηλών τροφομιλίων), διαπραγματευτική δύναμη των γεωργών και
κοινωνική συνοχή.
«Επιστροφή» στο μέλλον
Η έρευνα εστίασε στο να διερευνήσει το μέλλον των τοπικών συστημάτων
τροφίμων, και ειδικότερα της Κοινωνικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας, όπως το
φαντάζονται οι ίδιοι οι γεωργοί. Στην έρευνα συμμετείχαν, ως ειδικοί, μικροί
γεωργοί που ασκούν τη γεωργία (καλλιέργεια κηπευτικών) σε αγροτικές περιοχές
κάτω του ορίου των 50 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Οι ποιοτικές συνεντεύξεις
πραγματοποιήθηκαν είτε στο σπίτι του/της γεωργού, είτε στο καφενείο του χωριού.
Η επικρατούσα άποψη είναι, σύμφωνα με την έρευνα, ότι στο μέλλον θα
ενισχυθούν τα κινήματα χωρίς μεσάζοντες, διατύπωση που έχει και τη μεγαλύτερη
συμφωνία μεταξύ των αγροτών. Οι γεωργοί συμφωνούν ότι ο καλύτερος τρόπος για να
πουλήσουν τα λαχανικά τους είναι, πλέον, να το κάνουν μόνοι τους, είτε στις
λαϊκές-υπαίθριες αγορές είτε στα κινήματα πόλης. Η λαχαναγορά και ο χονδρέμπορας
έχει πάψει να είναι γι αυτούς ένα ασφαλές και δίκαιο μέρος συναλλαγής. Συμφωνούν
όμως ότι η υπαίθρια αγορά τους αποσπά από το χρόνο που πρέπει να αφιερώσουν στο
χωράφι. Έτσι συμπράξεις μεταξύ γεωργών και καταναλωτών θα ήταν ιδανικό σενάριο
για εκείνους.
Μεθοδολογία έρευνας
Η έρευνα χρησιμοποίησε τεχνικές των ποιοτικών μεθόδων της κοινωνικής
επιστήμης. Η καταγραφή των «τροφομιλίων» έγινε με την τεχνική του μυστικού
επιθεωρητή σε επιλεγμένα σημεία λιανικής πώλησης στο αστικό κέντρο της
Θεσσαλονίκης όπου ο/η ερευνητής/τρια πραγματοποιεί έρευνα χωρίς να κάνει γνωστή
την ταυτότητά του/της.
«Η παρούσα έρευνα αποτελεί μια προσπάθεια να ξεκινήσει η συζήτηση με τους
γεωργούς ενσωματώνοντας και τις δικές τους απόψεις για τη σχέση της υπαίθρου με
την πόλη. Παράλληλα, να αποτελέσει τη βάση και την αφορμή για τη δημιουργία ενός
εθνικού άτλαντα με τροφομίλια αλλά και ενός πλαισίου εθνικών στόχων για την
ανάπτυξη τοπικών συστημάτων τροφίμων για μια αποδοτική, αειφόρο και χωρίς
κοινωνικούς αποκλεισμούς ανάπτυξη» υποστηρίζει η Λέκτορας του Α.Π.Θ., Μαρία
Παρταλίδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου