Η αφλατοξίνη Μ1 είναι ο άγνωστος εχθρός για το γάλα
Οι αφλατοξίνες (AFs) είναι τοξίνες που παράγονται
από διάφορα είδη μυκήτων κυρίως από τους Aspergillus flavus και Aspergillus
parasiticus. Είναι ουσίες ιδιαίτερα τοξικές για τον άνθρωπο και τα ζώα και
μπορούν να προκαλέσουν διάφορες ασθένειες (χρόνια τοξίνωση, καρκινογένεση,
μεταλλάξεις κ.λ.π.) ακόμα και τον θάνατο όταν καταναλώνονται σε μεγάλες
συγκεντρώσεις. Οι αφλατοξίνες είναι δυνατό να παραχθούν κατά τη διάρκεια της
καλλιέργειας των διαφόρων φυτών, από υψηλή υγρασία ή λανθασμένες καλλιεργητικές
τεχνικές, αλλά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ανιχνεύονται συνήθως σε φυτικά
προϊόντα και ζωοτροφές, που δεν έχουν συντηρηθεί σωστά κατά την αποθήκευση. Το
φαινόμενο της δημιουργίας αφλατοξινών επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες,
πρώτο όμως ρόλο για την εξέλιξη του έχει η σχετική υγρασία, καθώς ακόμα και
σχετική υγρασία 70% είναι ικανή να ευνοήσει την ανάπτυξη μυκήτων και την
παραγωγή αφλατοξινών.
Το πρόβλημα των αφλατοξινών αναγνωρίστηκε ως σημαντικό διατροφικό πρόβλημα το 1960 όταν εμφανίστηκε νέκρωση του ήπατος σε πουλερικά και κυρίως στις γαλοπούλες στη Μ. Βρετανία, από την οποία πέθαναν περίπου 100.000 πτηνά. Αρχικά τα αίτια αυτής της περίεργης ασθένειας ήταν άγνωστα γιαυτό και ονομάστηκε “Turkey ‘X’ disease”. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι αιτία ήταν η ανάπτυξη του μύκητα Aspergillus flavus στις πτηνοτροφές.
Επιπτώσεις από την κατανάλωση τροφών με αφλατοξίνες
Η κατανάλωση τροφών με αφλατοξίνες από τον άνθρωπο ή τα ζώα, οδηγεί σε διαταραχή της φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού τους (αφλατοξίκωση) ενώ σε μεγάλη ποσότητα μπορεί να αποβεί ακόμα και θανατηφόρα. Μικρότερες ποσότητες μπορεί να οδηγήσουν σε χρόνια τοξίνωση ή ακόμη και στη δημιουργία νεοπλασιών, κυρίως στο συκώτι σε πολλά είδη ζώων. Επίσης έχουν παρατηρηθεί και περιπτώσεις γενετικών μεταλλάξεων. Κανένα είδος ζώου συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, δεν είναι ανθεκτικό στην οξεία επίδραση των αφλατοξινών.
Η επικινδυνότητα των αφλατοξινών αυξάνεται ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ατόμων που πάσχουν από παθήσεις του ήπατος. Έρευνες έδειξαν ότι έκθεση ασθενών που πάσχουν από τον ιό της ηπατίτιδας σε αφλατοξίνες αυξάνει τον κίνδυνο για ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Η αφλατοξίνη Β1 θεωρείται ως το ισχυρότερο γνωστό καρκινογόνο του ήπατος με αποδεδειγμένη γονοτοξικότητα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η καρκινογόνος δράση της είναι περίπου 1000 φορές ισχυρότερη του βενζοπυρενίου, ενός πολυπυρηνικού υδρογονάνθρακα που αποτελεί το δραστικότερο μεταλλαξιογόνο συστατικό του καπνού των τσιγάρων!!!!
Η αφλατοξίνη Β1 μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα ιδιαίτερα τοξικό συστατικό και για τα ζώα, αφού η LD50 (Leathal Dose, Θανατηφόρος Δόση) κυμαίνεται από 1 έως 50 mg/kg σωματικού βάρους για τα περισσότερα είδη ζώων. Ιδιαίτερα για τα βοοειδή έχουμε LD50 0.5 έως 1 mg/kg σωματικού βάρους (Wogan, 1966), ενώ για τα αιγοπρόβατα η τιμή αυτή αυξάνεται στα 2 mg/kg σωματικού βάρους (Armbrecht et al., 1970). Από αυτό φαίνεται ότι τα βοοειδή είναι πιο ευαίσθητα στις αφλατοξίνες σε σχέση με τα αιγοπρόβατα.
Αφλατοξίνες στο γάλα
Όταν η αφλατοξίνη καταναλωθεί (μέσω των ζωοτροφών) από ένα γαλακτοφόρο ζώο, τότε όχι απλά δεν εξαφανίζεται αλλά μεταφέρεται στο συκώτι, όπου και μετατρέπεται στην επίσης τοξική αφλατοξίνη Μ1, η οποία έπειτα μέσω της κυκλοφορίας του αίματος καταλήγει στους γαλακτοφόρους αδένες και τελικά στο γάλα. Η αφλατοξίνη Μ1 έχει βρεθεί στο μητρικό γάλα, στο αίμα, στα ούρα και στα κόπρανα των παιδιών, λόγω κατανάλωσης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων μολυσμένων με την τοξίνη αυτή.
Υπολογίζεται ότι ένα ποσοστό 0,3-6,2% της AFB1 που λαμβάνει το ζώο μετατρέπεται σε M1 και πηγαίνει στο γάλα. Το ποσοστό αυτό εξαρτάται από διατροφικούς, φυσιολογικούς και άλλους παράγοντες, όπως το είδος της διατροφής, ο ρυθμός κατανάλωσης, ο ρυθμός πέψης, το είδος του ζώου, η φυλή, η υγεία και η ατομικότητα του ζώου, η περίοδος γαλακτοπαραγωγής και η συνολική παραγωγή γάλακτος. Η Μ1 ανιχνεύεται στο γάλα μετά 12-24h από την πρώτη λήψη της Β1 από το ζώο και τα υψηλότερα επίπεδα συγκέντρωσης παρατηρούνται εντός τριών ημερών. Όταν διακοπεί η χορήγηση μολυσμένης τροφής με Β1 στο ζώο τα επίπεδα της Μ1 στο γάλα μειώνονται και εξακολουθεί να υπάρχει στο γάλα μέχρι και 6 ημέρες. Η Μ1 είναι ανθεκτική στη θερμότητα, δεν διασπάται από τη θερμοκρασία της παστερίωσης, ούτε κατά την παραγωγή γάλακτος UHT. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθόρισε μέγιστο επιτρεπτό όριο για την αφλατοξίνη Β1 στις ζωοτροφές τα 10ppb (10μg/kg) και για την αφλατοξίνη Μ1 στο γάλα τα 0,05 ppb (0,05 μg/kg ή 50 ng/kg). Το ποσοστό αυτό ισχύει και για όλα τα προϊόντα του γάλακτος, λαμβάνοντας υπόψη το ποσοστό υγρασίας, που χάνουν κατά τη διαδικασία παρασκευής τους.
Πως θα απαλλαγούμε από τις αφλατοξίνες
Ο καλύτερος τρόπος για να ελεγχθεί η παρουσία αφλατοξίνης M1 στο γάλα και στα προϊόντα του είναι να περιοριστεί η παρουσία της B1 στις ζωοτροφές. Οι εισαγόμενες πρώτες ύλες ζωοτροφών πρέπει πάντοτε να συνοδεύονται με πιστοποιητικά για τα επίπεδα αφλατοξινών (κυρίως όταν προέρχονται από χώρες με υψηλές υγρασίες και θερμοκρασίες), να εξετάζονται από τους εισαγωγείς και να παρακολουθούνται από τις Αρμόδιες Αρχές. Σχεδόν όλες οι περιπτώσεις στις οποίες έχουν βρεθεί αφλατοξίνες σε ζωοτροφές προέρχονται από εισαγόμενες ζωοτροφές, οι οποίες μένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε αμπάρια πλοίων ή σε φορτηγά. Στις συνθήκες αυτές, όπου υπάρχει υψηλή υγρασία και σχεδόν καθόλου αερισμός, ευνοείται η παραγωγή μυκήτων και κατά συνέπεια των αφλατοξινών. Συνεπώς για να απαλλαγούμε από τις αφλατοξίνες θα πρέπει να μειωθούν στο ελάχιστο οι εισαγωγές ζωοτροφών από το εξωτερικό. Οι ζωοτροφές θα πρέπει να παράγονται όσο το δυνατό πιο κοντά στα ζώα ή καλύτερα οι διάφορες κτηνοτροφικές μονάδες να προμηθεύονται ζωοτροφές από αγρότες της περιοχής τους, όπως γινόταν παλαιότερα. Με τον τρόπο αυτό και θα ενισχυθούν οι τοπικές οικονομίες και θα παράγουμε γάλα ή κρέας υψηλής διατροφικής αξίας, αλλά και ασφαλές για τον καταναλωτή αφού θα είναι απαλλαγμένο από αφλατοξίνες.
Το πρόβλημα των αφλατοξινών αναγνωρίστηκε ως σημαντικό διατροφικό πρόβλημα το 1960 όταν εμφανίστηκε νέκρωση του ήπατος σε πουλερικά και κυρίως στις γαλοπούλες στη Μ. Βρετανία, από την οποία πέθαναν περίπου 100.000 πτηνά. Αρχικά τα αίτια αυτής της περίεργης ασθένειας ήταν άγνωστα γιαυτό και ονομάστηκε “Turkey ‘X’ disease”. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι αιτία ήταν η ανάπτυξη του μύκητα Aspergillus flavus στις πτηνοτροφές.
Επιπτώσεις από την κατανάλωση τροφών με αφλατοξίνες
Η κατανάλωση τροφών με αφλατοξίνες από τον άνθρωπο ή τα ζώα, οδηγεί σε διαταραχή της φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού τους (αφλατοξίκωση) ενώ σε μεγάλη ποσότητα μπορεί να αποβεί ακόμα και θανατηφόρα. Μικρότερες ποσότητες μπορεί να οδηγήσουν σε χρόνια τοξίνωση ή ακόμη και στη δημιουργία νεοπλασιών, κυρίως στο συκώτι σε πολλά είδη ζώων. Επίσης έχουν παρατηρηθεί και περιπτώσεις γενετικών μεταλλάξεων. Κανένα είδος ζώου συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, δεν είναι ανθεκτικό στην οξεία επίδραση των αφλατοξινών.
Η επικινδυνότητα των αφλατοξινών αυξάνεται ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ατόμων που πάσχουν από παθήσεις του ήπατος. Έρευνες έδειξαν ότι έκθεση ασθενών που πάσχουν από τον ιό της ηπατίτιδας σε αφλατοξίνες αυξάνει τον κίνδυνο για ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Η αφλατοξίνη Β1 θεωρείται ως το ισχυρότερο γνωστό καρκινογόνο του ήπατος με αποδεδειγμένη γονοτοξικότητα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η καρκινογόνος δράση της είναι περίπου 1000 φορές ισχυρότερη του βενζοπυρενίου, ενός πολυπυρηνικού υδρογονάνθρακα που αποτελεί το δραστικότερο μεταλλαξιογόνο συστατικό του καπνού των τσιγάρων!!!!
Η αφλατοξίνη Β1 μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα ιδιαίτερα τοξικό συστατικό και για τα ζώα, αφού η LD50 (Leathal Dose, Θανατηφόρος Δόση) κυμαίνεται από 1 έως 50 mg/kg σωματικού βάρους για τα περισσότερα είδη ζώων. Ιδιαίτερα για τα βοοειδή έχουμε LD50 0.5 έως 1 mg/kg σωματικού βάρους (Wogan, 1966), ενώ για τα αιγοπρόβατα η τιμή αυτή αυξάνεται στα 2 mg/kg σωματικού βάρους (Armbrecht et al., 1970). Από αυτό φαίνεται ότι τα βοοειδή είναι πιο ευαίσθητα στις αφλατοξίνες σε σχέση με τα αιγοπρόβατα.
Αφλατοξίνες στο γάλα
Όταν η αφλατοξίνη καταναλωθεί (μέσω των ζωοτροφών) από ένα γαλακτοφόρο ζώο, τότε όχι απλά δεν εξαφανίζεται αλλά μεταφέρεται στο συκώτι, όπου και μετατρέπεται στην επίσης τοξική αφλατοξίνη Μ1, η οποία έπειτα μέσω της κυκλοφορίας του αίματος καταλήγει στους γαλακτοφόρους αδένες και τελικά στο γάλα. Η αφλατοξίνη Μ1 έχει βρεθεί στο μητρικό γάλα, στο αίμα, στα ούρα και στα κόπρανα των παιδιών, λόγω κατανάλωσης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων μολυσμένων με την τοξίνη αυτή.
Υπολογίζεται ότι ένα ποσοστό 0,3-6,2% της AFB1 που λαμβάνει το ζώο μετατρέπεται σε M1 και πηγαίνει στο γάλα. Το ποσοστό αυτό εξαρτάται από διατροφικούς, φυσιολογικούς και άλλους παράγοντες, όπως το είδος της διατροφής, ο ρυθμός κατανάλωσης, ο ρυθμός πέψης, το είδος του ζώου, η φυλή, η υγεία και η ατομικότητα του ζώου, η περίοδος γαλακτοπαραγωγής και η συνολική παραγωγή γάλακτος. Η Μ1 ανιχνεύεται στο γάλα μετά 12-24h από την πρώτη λήψη της Β1 από το ζώο και τα υψηλότερα επίπεδα συγκέντρωσης παρατηρούνται εντός τριών ημερών. Όταν διακοπεί η χορήγηση μολυσμένης τροφής με Β1 στο ζώο τα επίπεδα της Μ1 στο γάλα μειώνονται και εξακολουθεί να υπάρχει στο γάλα μέχρι και 6 ημέρες. Η Μ1 είναι ανθεκτική στη θερμότητα, δεν διασπάται από τη θερμοκρασία της παστερίωσης, ούτε κατά την παραγωγή γάλακτος UHT. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθόρισε μέγιστο επιτρεπτό όριο για την αφλατοξίνη Β1 στις ζωοτροφές τα 10ppb (10μg/kg) και για την αφλατοξίνη Μ1 στο γάλα τα 0,05 ppb (0,05 μg/kg ή 50 ng/kg). Το ποσοστό αυτό ισχύει και για όλα τα προϊόντα του γάλακτος, λαμβάνοντας υπόψη το ποσοστό υγρασίας, που χάνουν κατά τη διαδικασία παρασκευής τους.
Πως θα απαλλαγούμε από τις αφλατοξίνες
Ο καλύτερος τρόπος για να ελεγχθεί η παρουσία αφλατοξίνης M1 στο γάλα και στα προϊόντα του είναι να περιοριστεί η παρουσία της B1 στις ζωοτροφές. Οι εισαγόμενες πρώτες ύλες ζωοτροφών πρέπει πάντοτε να συνοδεύονται με πιστοποιητικά για τα επίπεδα αφλατοξινών (κυρίως όταν προέρχονται από χώρες με υψηλές υγρασίες και θερμοκρασίες), να εξετάζονται από τους εισαγωγείς και να παρακολουθούνται από τις Αρμόδιες Αρχές. Σχεδόν όλες οι περιπτώσεις στις οποίες έχουν βρεθεί αφλατοξίνες σε ζωοτροφές προέρχονται από εισαγόμενες ζωοτροφές, οι οποίες μένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε αμπάρια πλοίων ή σε φορτηγά. Στις συνθήκες αυτές, όπου υπάρχει υψηλή υγρασία και σχεδόν καθόλου αερισμός, ευνοείται η παραγωγή μυκήτων και κατά συνέπεια των αφλατοξινών. Συνεπώς για να απαλλαγούμε από τις αφλατοξίνες θα πρέπει να μειωθούν στο ελάχιστο οι εισαγωγές ζωοτροφών από το εξωτερικό. Οι ζωοτροφές θα πρέπει να παράγονται όσο το δυνατό πιο κοντά στα ζώα ή καλύτερα οι διάφορες κτηνοτροφικές μονάδες να προμηθεύονται ζωοτροφές από αγρότες της περιοχής τους, όπως γινόταν παλαιότερα. Με τον τρόπο αυτό και θα ενισχυθούν οι τοπικές οικονομίες και θα παράγουμε γάλα ή κρέας υψηλής διατροφικής αξίας, αλλά και ασφαλές για τον καταναλωτή αφού θα είναι απαλλαγμένο από αφλατοξίνες.
Πηγή:ellinikigeorgia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου