Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Τι είναι η Κοινωνική Οικονομία;


Η κοινωνική οικονομία ως αλληλέγγυα οικονομία, είναι ένας άλλος χώρος οικονομικής δραστηριότητας για όλους τους πολίτες πέρα από την ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς, υπερβαίνοντας τις αντινομίες του κράτους και της αγοράς, το κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό των κοινωνικά αδυνάτων. Δημιουργεί έτσι συμπληρωματικά εναλλακτικό εισόδημα εκεί που, σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει δυσπραγία, ανεργία και φτώχεια. Το συγκριτικό της πλεονέκτημα είναι το μειωμένο κόστος συναλλαγών. Η αξιοποίηση ανενεργών υλικών και ανθρώπινων πόρων. Η ανοικτή διάδοση της γνώσης και οργανωτικής τεχνολογίας.
 Οι ιστορικές ρίζες της κοινωνικής οικονομίας ανάγονται στις συνεταιριστικές επιχειρήσεις του 19ου αιώνα με τη μορφή αλληλοβοηθητικών φορέων, μη κερδοσκοπικών ενώσεων συνεταιρισμών και συλλογικών επιχειρήσεων.
Όσο «άνθιζε» ο κρατισμός από την μια μεριά στην οικονομία και μονεταρισμός από την άλλη η κοινωνική οικονομία βρισκόταν υπό περιορισμό.
Σήμερα, η παρατεταμένη κρίση του κράτους πρόνοιας επέτρεψε την επάνοδο της χρησιμότητας των συνεταιρισμών και την άνοδο μιας νέας μορφής κοινωνικής οικονομίας της επονομαζόμενης ‘‘οικονομίας της αλληλεγγύης’’ επεκτείνοντας έτσι τις δραστηριότητες της, από τα υλικά σε ένα πλήθος από άυλα αγαθά, υπηρεσίες υγείας, παιδείας και πολιτισμού, και διαχείρισης γνώσης.

Το βασικό εργαλείο πραγμάτωσης των σκοπών της κοινωνικής οικονομίας, είναι οι κοινωνικές επιχειρήσεις και δευτερευόντως οι πράξεις της φιλανθρωπίας. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις ως θεσμικό εργαλείο μπορούν να αξιοποιούν ανενεργούς- κατακερματισμένους υλικούς και ανθρώπινους πόρους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κρατικών οργανισμών και ιδρυμάτων όπως ανενεργές πάγιες κτιριακές εγκαταστάσεις και αγροτεμάχια, καθώς και χώρους εκθετηρίων για έκθεση προϊόντων σε δημοτικούς και δημόσιους χώρους, προσφέροντας θέσεις εργασίας και εισοδήματα ιδρυμάτων και κοινωνικών συνεταιρισμών. Κοινωνικές επιχειρήσεις που μπορούν να παράγουν αγροτικά προϊόντα και προϊόντα μεταποίησης με κοινωφελείς σκοπούς και αντικειμενικό στόχο την διεύρυνση της απασχόλησης.
Η κοινωνική οικονομία, από άποψη οργάνωσης βασίζεται στα κοινωνικά δίκτυα τους θεσμούς αλληλεγγύης και συμπράξεις πολιτών. Στην αλληλέγγυα συνεργασία που συγκροτείται το λεγόμενο κοινωνικό κεφάλαιο, βάση του οποίου γίνονται εφικτές οι επενδύσεις σε τοπικό επίπεδο και σε περιφερειακό επίπεδο μεταφέροντας πόρους από τα θεσμικά δίκτυα αλληλεγγύης προς τομείς της πραγματικής οικονομίας που είναι αναγκαίοι τομείς αλλά, δεν επενδύουν οι αγορές λόγω χαμηλής κερδοφορίας.
Ο όρος κοινωνική οικονομία δεν αναφέρεται στον κρατισμό και τις υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας. Δεν αφορά τις κρατικές επιχειρήσεις οι οποίες δεν ενσωματώνουν κοινωνικό κεφάλαιο, συνυπευθυνότητα και αυτοδιαχείριση των εργαζομένων.

Η κοινωνική οικονομία είναι η αλληλέγγυα οικονομία που είτε αφορά μη χρηματικές ανταλλαγές είτε αφορά κοινωνικές επιχειρήσεις κοινωφελούς σκοπού σε όλους τους τομείς, όπως: ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία, οικοτεχνία και βιοτεχνία στη μεταποίηση με συνεταιριστικές υπηρεσίες υγείας και υπηρεσίες εκπαίδευσης μέσω μη κερδοσκοπικών. Η διαφοροποίηση από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι ότι δεν έχουν σκοπό το κέρδος. Αλλά την κοινωνική ωφέλεια και την δημιουργία σχέσεων απασχόλησης.
Πολλές φορές οι ιδιώτες που λειτουργούν στο πλαίσιο της αγοράς ως επαγγελματίες ή επιχειρηματίες συστήνουν οι ίδιοι παράλληλα κοινωνικούς, προμηθευτικούς, καταναλωτικούς και οικιστικούς συνεταιρισμούς για να διασφαλίσουν καλύτερα εισοδήματα αγαθά και υπηρεσίες, έχοντας διπλή οικονομική ιδιότητα που κάνει ολοένα και πιο αποδεκτή την ιδέα της κοινωνικής οικονομίας σε ευρύτερα στρώματα πληθυσμού.
Αυτή διεισδυτικότητα της Κ.Ο της δίνει ένα ακόμη πρακτικό και ηθικό πλεονέκτημα.
Έτσι η πρακτική της Κ.Ο βασίζεται στη συμμετοχικότητα της κοινότητας, στην ελεύθερη βούληση της, στην ανοιχτή διαβούλευση στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης, για την μείωση του κόστους των συναλλαγών, την αλληλέγγυα φροντίδα για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών προς όφελος των πολλών και όχι των κερδοσκόπων.
Με βάση τις συλλογικότητες που εκφράζουν οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, μπορούν να ληφθούν σημαντικές πρωτοβουλίες για ανθρωπιστική βοήθεια, το περιβάλλον, τον πολιτισμό, τοπικού αλλά και εθνικού χαρακτήρα, και με αυτό τον τρόπο ενεργοποιείται το τοπικό κοινωνικό κεφάλαιο το οποίο τελικά συντελεί καταλυτικά στην ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Κι αυτό είναι κάτι μετρήσιμο σήμερα ως πραγματιστικό φαινόμενο.
Στο πεδίο της δημιουργικής πολιτικής, η κοινωνική οικονομία είναι μια θέσμιση οριζόντια, από τα κάτω, παράλληλα με τη συμμετοχική δημοκρατία, με τη συγκρότηση του κοινωνικού κεφαλαίου, μέσα από τους θεσμούς της αλληλεγγύης, εθελοντισμού και κοινωνικού ακτιβισμού των οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.
Σε διεθνές επίπεδο υπάρχει πλέον η επιστημονική τεκμηρίωση ότι, ο δείκτης ανάπτυξης των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών έχει άμεση σχέση με την κοινωνική οικονομία. Και αυτός ο δείκτης με τη σειρά του έχει σχέση με την ανθεκτικότητα της οικονομίας και την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και διαφθοράς. Η Κ.τ.Π. στο βαθμό που είναι αναπτυγμένη επιβάλλει από των κάτω καθαρούς κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού και διαφάνεια, υποστηρίζοντας έτσι και τους οικονομικά ασθενέστερους.

Η άτυπη και συστηματική μορφή
Εδώ θα πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ των παραδοσιακών μορφών κοινωνικής οικονομίας και σύγχρονων άτυπων και τυπικών μορφών συστηματικής κοινωνικής οικονομίας προκειμένου να κατανοηθεί η ιστορική της εξελικτική διαδικασία.
Η άτυπη παραδοσιακή κοινωνική οικονομία είναι εκείνη της αλληλεγγύης, της φιλανθρωπίας, των μη χρηματικών ανταλλαγών. Συστηματική είναι η οργάνωση μέσω κοινωνικών επιχειρήσεων και ιδρυμάτων. Στις παραδοσιακές αγροτικές οικονομίες υπήρχε πάντοτε μία άτυπη μορφή ανταλλαγών σε είδος, εργασία και μέσα παραγωγής, που διευκόλυνε τους χωρικούς στις ανταλλαγές τους που είχαν αντικειμενικά πολύ περιορισμένα χρήματα. Αντάλλαζαν, έτσι, όχι μόνο προϊόντα, αλλά και χρόνο εργασίας μεταξύ τους. (ξέλαση την έλεγαν στις αγροτικές κοινωνίες) Αυτή η διαδικασία στην ουσία απέκλειε τους μεσάζοντες και λειτουργούσε υπέρ των παραγωγών.
Ακόμη και σήμερα στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες συναντάμε αυτές τις μη χρηματικές ανταλλαγές με την μορφή λέσχης, σ' αυτούς που δυσκολεύονται να βρουν ικανοποιητική απασχόληση για να καλύψουν τις ανάγκες και ανταλλάσσουν μεταξύ τους χρόνο εργασίας για να εξασφαλίσουν κάποιες βασικές υπηρεσίες διαβίωσης. Ανάλογες πρωτοβουλίες πρέπει να σημειώσουμε, αναπτύσσονται από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών με τις λεγόμενες τράπεζες χρόνου.
Σήμερα όμως, υπάρχει η θεσμική οργάνωση της κοινωνικής οικονομίας αλληλεγγύης, μέσω των κοινωνικών επιχειρήσεων του μη κερδοσκοπικού τομέα που δημιουργεί διαρκή απασχόληση και εισοδήματα για τους εργαζομένους ή τους συνεταιρισμένους εξασφαλίζοντας, μ’ αυτόν τον τρόπο όφελος επίσης στους μικροπαραγωγούς και σε εκείνους που προσφέρουν κοινωνικές υπηρεσίες.
Μ’ αυτή την έννοια, η κοινωνική οικονομία είναι πολλαπλασιαστής της κοινωνικής υπευθυνότητας, λειτουργώντας ως ταμιευτήρας της αλληλεγγύης και των ανθρώπινων πόρων απέναντι στον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό δημιουργώντας εισοδήματα εκεί που δεν υπάρχει επαρκής συγκέντρωση κεφαλαίου, αλλά υπάρχει αυξημένη διάθεση συνεργασίας.
Για να γίνουν τελικά επενδύσεις σε τομείς που είναι κοινωνικά αναγκαίοι, αλλά δεν προσφέρουν ισχυρό κίνητρο κέρδους ώστε να προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις.
Αντίθετα, οι ‘‘επενδύσεις’’ στις κοινωνικές επιχειρήσεις γίνονται στη βάση μιας συλλογικής συμφωνίας για ένα κοινωνικό συνεταιρισμό ή μια Σύμπραξη με συστατικό στοιχειο το κοινωνικό κεφάλαιο. Οι σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών ενός συνεταιρισμού αλλά και τις σχέσεις εμπιστοσύνης με τους καταναλωτές. Σε αυτές τις συμπράξεις ως εγγυητής, αλλά και ως συμβάλλων εταίρος λαμβάνει μέρος και η τοπική αυτοδιοίκηση.
Αυτές οι σχέσεις εμπιστοσύνης μπορούν να εξασφαλίσουν δουλειές εκ των προτέρων και συμφωνίες που μπορούν να κάνουν μια επιχείρηση βιώσιμη. Με αυτό τον τρόπο οι Συμπράξεις και οι κοινωνικές επιχειρήσεις ΚΟΙΝ.ΣΕ.Π. προβάλουν σήμερα ως η πλέον συμφέρουσα λύση για την τοπική Αυτοδιοίκηση προκειμένου να αντιμετωπίσει τα λειτουργικά της κενά στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών σε συνεργασία με τους κοινωνικούς συνεταιρισμούς.
Με άλλα λόγια, αναφερόμαστε στον -υπό ευρεία έννοια- τρίτο τομέα της Οικονομίας με τα όρια μεταξύ αυτών να μην είναι πάντοτε ευδιάκριτα. Ο πρώτος τομέας αφορά στην ιδιωτική εμπορευματική οικονομία, δηλαδή τις επιχειρήσεις που λειτουργούν με σκοπό το κέρδος. Ο δεύτερος τομέας αφορά στη δημόσια ή κρατική οικονομία, που το κράτος ή άλλες μονάδες προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες με αναδιανεμητικό χαρακτήρα.
Ο τρίτος τομέας αφορά στο ευρύ πεδίο της αλληλέγγυας οικονομίας. Είναι μία οικονομική δραστηριότητα που ξεκινάει «από κάτω». Πρόκειται κατά κύριο λόγο για μία πρωτοβουλία των πολιτών («οικονομία των πολιτών», δηλαδή από τους πολίτες και για τις ανάγκες αυτών) που δεν αποσκοπεί στο κέρδος. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια «οικονομία των “πραγματικών” αναγκών».
Στόχος της κοινωνικής οικονομίας δεν είναι η κατανάλωση ως αυτοσκοπός αλλά η κάλυψη καταρχήν βασικών αναγκών, μέσω ισοδίκαιης κατανομής των πόρων και σχέσεων αλληλεγγύης.
Ο ορισμός αυτός καλύπτει ένα ευρύ φάσμα οικονομικών δραστηριοτήτων, από συνεταιρισμούς μέχρι και τα δίκτυα ανταλλαγής. Σήμερα υπάρχει η θεσμική κοινωνική οικονομία της αλληλεγγύης μέσω των κοινωνικών επιχειρήσεων του μη κερδοσκοπικού τομέα που δημιουργεί διαρκή απασχόληση και εισοδήματα για τους εργαζομένους ή τους συνεταιριζόμενους.

Αναγνώριση και Αντιθέσεις
Σχετικά με τα ερωτήματα πως αντιμετωπίζεται η κοινωνική οικονομία από το υπάρχον πολιτικό σύστημα, η απάντηση είναι διιστάμενη ανάμεσα στις προοδευτικές πολιτικές ελίτ και το συντηρητικό πολιτικό σύστημα.
Οι προοδευτικές δυνάμεις επιδιώκουν την ενσωμάτωση οι συντηρητικές την απώθηση από το οικονομικό σύστημα.
Από την «ομοσπονδιακή» Ευρώπη, η κοινωνική οικονομία αναγνωρίζεται ως μία πραγματικότητα και ενισχύεται οικονομικά για την ανάπτυξή της με συγκεκριμένα προγράμματα και επιδοτήσεις -όπως βέβαια γίνεται και στον ιδιωτικό τομέα. Από την άλλη οι εθνικοκεντρικές δυνάμεις του πολιτικού συστήματος την αντιμετωπίζουν εχθρικά, ακριβώς επειδή ενισχύεται από την Ε.Ε.
Αυτοί συνήθως είναι, οι κρατιστές και οι εθνικό-λαϊκιστές οι οποίοι αντιστρατεύονται την κοινωνική οικονομία διότι τη θεωρούν ότι υποκαθιστά το κράτος πρόνοιας και ότι η ενίσχυσή της μειώνει το μέγεθος των προνομίων των δημοσίων υπαλλήλων και των προμηθευτών του δημοσίου.
Άλλοι πιο φιλελεύθεροι αλλά καιροσκόποι δέχονται θετικά την ενίσχυση της κοινωνικής οικονομίας υπό τον έλεγχο όμως των ιδιωτικών επιχειρήσεων και πολλές φορές ως παρακλάδι μεγάλων επιχειρήσεων και προσπαθούν να την ενσωματώσουν στο ″παιχνίδι″ της αγοράς.
Αυτά συμβαίνουν στην πραγματικότητα και για τον λόγο ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις που συνήθως είναι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί έχουν το προνόμιο των κοινοτικών επιχορηγήσεων ή το προνόμιο του αφορολόγητου κύκλου εργασιών, που δεν έχουν φυσικά οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και αυτό το προνόμιο προσπαθούν να το καρπωθούν και πολλοί ιδιώτες.
Έτσι, ξεκινά και εξελίσσεται η λαθροχειρία στο όνομα της κοινωνικής οικονομίας -με διασταλτικές ερμηνείες για τους σκοπούς της από γραφειοκράτες σε θέσεις - κλειδιά και «επιχειρηματίες» που στήνουν επιχειρήσεις με σκοπό την υφαρπαγή των συγκεκριμένων κοινοτικών πόρων για κερδοσκοπικούς σκοπούς.
Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό σε χώρες όπως η Ελλάδα όπου οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών είναι κατακερματισμένες, ασυντόνιστες και μέσα στην άγνοια και τη σύγχυση για το θεσμικό πλαίσιο της Ευρώπης. Φυσικά, οι συνθήκες αυτές ευνοούν τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, που θέλουν να ελέγχουν κι αυτό το χώρο ενώ ανάμεσά τους βρίσκονται ιδρύματα τραπεζών και επιχειρηματικών ομίλων και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου