Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Συνταγή επιτυχίας με βάση το χαρούπι
 
Η ιστορία ενός μάνατζερ από τον Καναδά που –κόντρα στους καιρούς αλλά και στις Αρχές της ίδιας του της επιστήμης– επέστεψε στην Ελλάδα,επένδυσε εκατομμύρια στην επεξεργασία ενός ξεχασμένου φυτού και πέτυχε.


Ακούγοντας για καλλιέργεια και επεξεργασία χαρουπιού, το μυαλό πάει μάλλον σε ζωοτροφές ή φθηνό αλεύρι παρά σε βιολογικά ροφήματα, καφέ,κακάο, παξιμάδια, παστέλια, μέλι και άλλα είδη αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής με πιστοποιημένη διατροφική ανωτερότητα και εκλεπτυσμένη γεύση.
Από τη δεκαετία του ’60 κι έπειτα οι Έλληνες ξέχασαν το χαρούπι, μαζί με όλα τα τρόφιμα και τις συνήθειες που θύμιζαν Κατοχή. Ο κ.Ηλίας Μανούσακας χρειάστηκε δύο πτυχία στα οικονομικά και 20 χρόνια εμπειρίας σε τεράστια εργοστάσια επεξεργασίας καφέ για να καταλάβει τι «θησαυρό» είχε αφήσει πίσω του.
Το 2006 αποφάσισε να πουλήσει όλη του την περιουσία στον Καναδά και να επιστρέψει στον τόπο του, την Αργυρούπολη Ρεθύμνου, για να επενδύσει στα χαρούπια, τα αρχαία υπερ-φρούτα που υπήρχαν άφθονα στην περιοχή και παρέμεναν αναξιοποίητα, εν μέρει λόγω άγνοιας, όπως ο ίδιος λέει και κυρίως λόγω της τεράστιας δυσκολίας στην επεξεργασία τους. «Παρά τις ευεργετικές τους ιδιότητες για τον άνθρωπο, ως τώρα, τα έκοβαν μόνο σε χοντρά κομμάτια και τα χρησιμοποιούσαν για ζωοτροφή. Αυτό που κάνουμε εδώ, γίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει άλλη τέτοια βιομηχανία» λέει, ενώ μας υποδέχεται στην εταιρεία.
Είναι ένα διώροφο κτίριο στην είσοδο της Αργυρούπολης,που σε προϊδεάζει περισσότερο για μια μικρή οικογενειακή βιοτεχνία παρά για μια επένδυση εκατομμυρίων ευρώ, με πατενταρισμένο μηχανολογικό εξοπλισμό και εξαγωγές σε όλον τον κόσμο.

Η επένδυση
Μόνο τα μηχανήματα στο εργοστάσιο του κ. Ηλία Μανούσακα αξίζουν περίπου 2,5 εκατ. ευρώ. Τα έχει σχεδιάσει ο ίδιος, τα συναρμολόγησε με τη βοήθεια κάποιων στενών του συνεργατών και τα λειτούργει σχεδόν μόνος του.«Ξεκίνησα το 2006 και κατάφερα να μπω στην αγορά το 2011 μέχρι να τα τελειοποιήσω όλα αυτά» τονίζει. Τα ελληνικά του είναι ακόμα σπαστά, με ρεθεμνιώτικη προφορά. Τον ρωτάω πόσο σίγουρος ήταν για το εγχείρημά του, για να πουλήσει τα 16 εστιατόρια που του ανήκαν στον Καναδά: «Ήταν ένα τεράστιο ρίσκο»απαντά, «αλλά είχα όλη την απαραίτητη τεχνογνωσία, την εμπειρία και κυρίως την οικονομική άνεση να κρατηθώ» συμπληρώνει και εξηγεί ότι η συνολική επένδυση,του έχει κοστίσει μέχρι στιγμής πάνω από 5 εκατομμύρια ευρώ.
«Αυτή η δουλειά δεν ξεκινάει εάν δεν έχεις την οικονομική άνεση να περιμένεις πολλά χρόνια μέχρι να σου αποφέρει κέρδη. Δεν συγκρίνεται με τις ελιές ή με τα αμπέλια για παράδειγμα» εξηγεί και τονίζει ότι παρόλο που κατάφερε να ενταχθεί σε κάποια επιδοτούμενα προγράμματα, χρήματα ακόμα δεν έχει πάρει.

Τι παράγει
Η οικογένεια του κ. Ηλία Μανούσακα κατείχε εκατοντάδες στρέμματα με χαρουπιές που του επέτρεψαν να «πειραματιστεί» για χρόνια πάνω σε πρωτότυπα, γευστικά και υγιεινά σκευάσματα.

Σήμερα, η εταιρεία παράγει 30 διαφορετικά βιολογικά προϊόντα από χαρούπι: ντάκους, γλυκά παξιμαδάκια, ροφήματα που μπορούν να υποκαταστήσουν τον καφέ και το τσάι, γλυκό χαρουπόμελο, χαρουπάλευρο, αλλά και κακάο από χαρούπι. «Δεν είναι είδος πολυτελείας. Αντίθετα είναι πολύ πιο φθηνό και πολύ πιο θρεπτικό από τα προϊόντα που αντικαθιστά» τονίζει ο κ. Μανούσακας:«Είναι φυσικά γλυκό, αφού έχει 40 – 45% ζάχαρη, έχει δύο φορές περισσότερο ασβέστιο από το γάλα και είναι γεμάτο βιταμίνες».
Φυσικά, ο ίδιος δεν επαναπαύεται. Πολύ σύντομα, πρόκειται να τελειοποιήσει τη «μερέντα» από χαρούπι, ενώ στα άμεσα σχέδιά του είναι να παρασκευάσει παστέλια με χαρουπόμελο και μπάρες δημητριακών.
Επίσης, όπως μας εξηγεί, οι πηκτίνες στο σπόρο του χαρουπιού χρησιμοποιούνται για το πήξιμο του παγωτού, της μαγιονέζας και του τυριού-κρέμας.

Η εταιρεία
Φέτος, ο κ. Μανούσακας χρειάστηκε για τα προϊόντα του πάνω από 1.000 τόνους χαρουπιού, ποσότητα που ξεπερνάει κατά πολύ την οικογενειακή καλλιέργεια. «Αγοράζω χαρούπια από τους αγρότες της περιοχής αλλά και όλης της Κρήτης, μόνο από βιολογικά πιστοποιημένα χωράφια. Επίσης, παίρνω χαρούπια από χονδρέμπορους για το συμβατικό αλεύρι που παράγω εκτός από το βιολογικό» εξηγεί.
Τα προϊόντα του διατίθενται στο εμπόριο σε δεκάδες μαγαζιά με βιολογικά σε όλη την Ελλάδα, ενώ πρόσφατα μπήκαν και στο ράφι μεγάλου κρητικού σουπερμάρκετ. Επίσης, ο κ. Μανούσακας εξοπλίζει με πρώτη ύλη(χαρουπάλευρο) πάρα πολλά ζαχαροπλαστεία και φούρνους της Κρήτης, όπως και τους αλευρόμυλους του νησιού.
Παρόλα αυτά, η ελληνική αγορά αυτήν τη στιγμή απορροφά μόνο το 2% των προϊόντων του. «Δεν μπορούμε να στηριχτούμε στην ελληνική αγορά.Στο εξωτερικό η πίτα είναι τεράστια. Ειδικά στη Γερμανία στις σκανδιναβικές χώρες, το χαρούπι είναι στην καθημερινή τους διατροφή» τονίζει και εξηγεί με πόσο κόπο, επιμονή και σωστό μάρκετινγκ κατάφερε να κλείσει συμφωνίες με 13ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και τη Ρωσία και τον Καναδά.

Η αγορά του χαρουπιού
Hχαρουπιά ευδοκιμεί στη Μεσόγειο, εδώ και πάνω από 2.000 χρόνια. Είναι μια καλλιέργεια χωρίς απαιτήσεις, που χρειάζεται μόνο συλλογή των λοβών, μια φορά το χρόνο, πριν τις βροχές του χειμώνα.
Αντίθετα μ’ εμάς, οι Ισπανοί, οι Κύπριοι, οι Μαροκινοί και οι Τούρκοι δεν σταμάτησαν ποτέ να την εμπορεύονται, με αποτέλεσμα σήμερα να κατέχουν σχεδόν όλη την «πίτα» σε μια παγκόσμια αγορά εκατοντάδων εκατομμυρίων που διαρκώς διευρύνεται.
Ο κ. Ηλίας θεωρεί ότι με σκληρή δουλειά στον τομέα του μάρκετινγκ, διαρκή παρουσία σε εκθέσεις και επιλογή κατάλληλων αντιπροσώπων, θα καταφέρει να πάρει το μερίδιο που αναλογεί στην ποιότητα και την καινοτομία των προϊόντων του.

«Η αγορά έξω είναι φοβερά ανταγωνιστική. Η Κύπρος και η Τουρκία είναι στο παιχνίδι εδώ και δεκαετίες. Όμως και οι δυνατότητες είναι φοβερές. Για παράδειγμα στη Γερμανία έχει 5.500 μαγαζιά με βιολογικά.Καταλαβαίνετε για τι μεγέθη μιλάμε. Και όταν η ιταλική μερέντα του χαρουπιού αυτή την ώρα πάει στο ράφι στα 9,5 ευρώ, εγώ μπορώ να γίνω ανταγωνιστικός, αφού δεν θα πλασάρω τη δική μου σαν προϊόν πολυτελείας».

Το κράτος
Η επένδυση του κ. Μανούσακα συμπυκνώνει όλα τα χαρακτηριστικά του αναπτυξιακού μοντέλου που «κυνηγά» η χώρα μας: Ένα τεράστιο κεφάλαιο που ήρθε από το εξωτερικό και επενδύθηκε από έναν Έλληνα επιχειρηματία στον τόπο του και μια επιχείρηση πρωτοποριακή, εξωστρεφή και «πράσινη» που στηρίζει τον πρωτογενή τομέα και την οικονομία της περιοχής με άξονες την ποιοτική ανωτερότητα των προϊόντων της και την καινοτομία στην επεξεργασία τους.
Κι όμως: «Με πολέμησαν σαν να είμαι ο χειρότερος χασισοκαλλιεργητής» απαντά ο κ. Μανούσακας στην ερώτηση πώς ανταποκρίθηκαν οι αρμόδιες υπηρεσίες και οι φορείς στα επενδυτικά του σχέδια. «Μιλάνε για ανάπτυξη αλλά δεν θέλουν να κάνουν ανάπτυξη. Δεν βοηθούν τον επιχειρηματία, δεν αφήνουν την αγορά να δουλέψει» διαπιστώνει, ενώ εξιστορεί τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπισε, το γραφειοκρατικό Γολγοθά που χρειάστηκε να ανέβει,την αναξιοκρατία που συνάντησε σε όλα τα στάδια υλοποίησης του εγχειρήματός του. «Εάν το σύστημα δεν αλλάξει από τα θεμέλιά του, δεν θα πάμε μπροστά».
Εδώ και ενάμιση χρόνο οι κόποι του έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς. Τώρα πρέπει να μεγαλώσει την επένδυσή του, αν θέλει να πετύχει τους υψηλούς του στόχους. «Δυστυχώς δεν νιώθω ασφάλεια σε αυτό το περιβάλλον. Δεν ξέρω που θα πάει αυτή η χώρα και δεν μπορώ να είμαι σίγουρος για τίποτα» δηλώνει με παράπονο, για να καταλήξει: «Εάν με ρωτούσες αν θα ξαναγύριζα στην Ελλάδα - όχι δεν θα το ξανάκανα. Εντάξει, είπαμε σε αυτήν τη χώρα να γίνεις ήρωας αλλά…».

Χαρούπι όπως… καράτι!
Τα κουκούτσια του χαρουπιού εμφανίζουν, ανεξάρτητα από το σχήμα και το μέγεθός τους, ένα σταθερό βάρος0,2 γραμμαρίων. Γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιούνται εδώ και 1.500 χρόνια περίπου, ως η πιο μικρή μονάδα μέτρησης του βάρους για το χρυσό και τους πολύτιμους λίθους. Δεν είναι άλλο από το γνωστό μας καράτι, μια λέξη που ετυμολογικά προέρχεται από τη λατινική ονομασία της χαρουπιάς «Ceratonia siliqua»,η οποία έχει τη ρίζα της στην ελληνική λέξη κεράτιον, δηλαδή κέρατο, από το κερατόμορφο σχήμα του καρπού.

Ιδιότητες του Χαρουπιού
Το χαρούπι είναι ένα υγιές υποκατάστατο του κακάο, φυσικά γλυκό και χωρίς καφεΐνη. Αν και πλούσιο σε σάκχαρα έχει πολύ λίγες θερμίδες και λιπαρά. Μπορεί να υποκαταστήσει το τσάι ή τον καφέ, με απόλυτα υγιεινό τρόπο,για όσους κάνουν ομοιοπαθητική ή αποφασίζουν να κόψουν την καφεΐνη.

Το χαρούπι δεν περιέχει καθόλου γλουτένη, δηλαδή μπορεί να καταναλωθεί απ’ όσους πάσχουν από μία κοιλιακή ασθένεια που λέγεται κοιλιοκάκη, ποσοστό που υπολογίζεται στο 12% του γενικού πληθυσμού.

Έχει αντιοξειδωτικές ιδιότητες, χάρη στη μεγάλη περιεκτικότητά του σε φυτικές ίνες,πολυφαινόλες και τανίνες και αντικαρκινική δράση.

Είναι πλούσιο σε βιταμίνες και παρέχει πολλά μέταλλα,ιχνοστοιχεία και υδατάνθρακες.
Βοηθά στην πέψη και σύμφωνα με κλινικές μελέτες ρίχνει τα επίπεδα χοληστερόλης και ανακουφίζει από τη διάρροια τα βρέφη και τα νήπια.

Συμβάλλει στη θεραπεία του άσθματος και απαλύνει το βήχα και το κρυολόγημα και γι’ αυτό χρησιμοποιείται ως βάση για πάρα πολλά σιρόπια και φαρμακευτικά σκευάσματα.

Σύμφωνα με τους παλαιότερους το χαρούπι βοηθά στην αύξηση της λίμπιντο και του αριθμού των σπερματοζωαρίων.

Τον τελευταίο καιρό γίνονται στο ΤΕΙ Κρήτης προσπάθειες ακόμα και για παραγωγή ενέργειας από χαρούπια, με μικροβιακές και ηλεκτροχημικές διεργασίες.

Χαρουπιά: Μια αρχαία Ιστορία
Οι χαρουπιές φυτρώνουν στα εδάφη της Μεσογείου εδώ και πάνω από 2.000 χρόνια. Από αυτές έτρωγαν οι Αρχαίοι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Οθωμανοί, οι Άραβες. Ειδικά οι Σταυροφόροι είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στο χαρουπάλευρο, επειδή αυτοί οι λαοί είναι αλλεργικοί στη γλουτένη και δεν μπορούν να καταναλώσουν προϊόντα σίτου.

Ο Θεόφραστος κατέγραψε το 4 π.Χ. ότι οι συμπατριώτες του Έλληνες αποκαλούσαν το χαρούπι «αιγυπτιακό σύκο». Λοβοί αλλά και σπόροι χαρουπιού που έχουν βρεθεί σε αιγυπτιακούς τάφους, δείχνουν ότι οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν πολύ νωρίτερα τα χαρούπια.

Η θρησκευτική παράδοση θέλει το χαρούπι να έχει βοηθήσει στην επιβίωση του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, εξ’ ου και το όνομα του«αρτόδεντρου του Αγ. Ιωάννου» που έχει σε κάποιες ευρωπαϊκές γλώσσες η χαρουπιά.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, το χαρούπι, φθηνό και θρεπτικό όπως ήταν, έσωσε τον κόσμο από την πείνα. Το ίδιο και στον ισπανικό εμφύλιο. Το χαρουπάλευρο ή και το χαρουπόμελο ήταν τότε το «μάννα» της εποχής.Το ελάχιστο αλεύρι που έμπαινε στα νοικοκυριά ζυμωνόταν μαζί με το χαρουπάλευρο και γινόταν ψωμί.
Ο αλεσμένος σπόρος του χαρουπιού αντικατέστησε και τον καφέ, όταν αυτός ήταν όχι μόνο είδος πολυτελείας αλλά απλώς ανύπαρκτος.
Μάλιστα, τη δεκαετία του 1960, φαίνεται ότι η συνολική παραγωγή που διακινούνταν έφτανε τους 60.000 τόνους.
Μετά η καλλιέργειά του άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται και η εμπορική του αξία εκμηδενίστηκε.

ΤΗΣ ΦΑΝΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΑΚΗ
(info@paragogi.net)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου