Η Ελλάδα στους κυριότερους προμηθευτές αγροτοδιατροφικών προϊόντων σε χώρες ΕΕ και ΟΟΣΑ
«H χώρα μας περιλαμβάνεται στους πέντε πρώτους προμηθευτές στον αγροτοδιατροφικό τομέα σε 26 χώρες με ποσοστά συμμετοχής στις εισαγωγές τους που ξεπερνούν το 70%. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα είναι νούμερο ένα προμηθευτής 35 αγροτικών προϊόντων σε 14 χώρες, 2ος προμηθευτής 23 προϊόντων σε 17 χώρες, 3ος προμηθευτής 20 προϊόντων σε 13 χώρες, 4ος προμηθευτής 17 προϊόντων σε 10 χώρες και 5ος προμηθευτής 12 προϊόντων επίσης σε 10 χώρες».
Aυτό προκύπτει από έρευνα του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ) και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ) που κατατάσσει τη χώρα στους κυριότερους προμηθευτές προϊόντων πρωτογενούς τομέα για τις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, με αφορμή την έρευνα του καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου, Ιωάννη Χαλικιά, για λογαριασμό του ΚΕΕΜ, που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα ο ΠΣΕ, η πρόεδρος του ΠΣΕ, Χριστίνα Σακελλαρίδη τόνισε: «Η έρευνα αποδεικνύει πως η Ελλάδα δεν ανταγωνίζεται τη φθηνή παραγωγή των τρίτων χωρών, αλλά παράγει προϊόντα ποιότητας, με καινοτομίες και τεχνογνωσία που απευθύνονται σε αναπτυγμένες, ανοικτές οικονομίες. Ως εκ τούτου, θα πρέπει και στην Ελλάδα να ισχύουν θεσμοί και λειτουργίες αναπτυγμένης ανοικτής οικονομίας, σε όρους επιχειρηματικού περιβάλλοντος, φορολογικού πλαισίου και συνεκτικής εθνικής στρατηγικής εξωστρέφειας, από τον πρωτογενή τομέα έως τις υπηρεσίες. Με ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, με άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων, με σχέδιο διεθνοποίησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και με αξιοποίηση ανθρώπων που έχουν εμπειρία και γνώσεις του εξωτερικού εμπορίου, οι παγκόσμιες πρωτιές που ήδη απολαμβάνουν τα ελληνικά προϊόντα μπορούν να επεκταθούν και να αποτελέσουν τη βάση όχι μόνο για την ανάκαμψη από την κρίση, αλλά για μία πιο σταθερή πορεία ανάπτυξης, μεσομακροπρόθεσμα».
Από την πλευρά του, ο κ. Χαλικιάς υπογράμμισε ότι «η Ελλάδα είναι βασικός προμηθευτής πολλών αγροτικών προϊόντων και έχει σημαντική παρουσία στις διεθνείς αγορές. Μπορεί, όμως, να ενισχύσει τη θέση της σε περισσότερες αγορές και σε νέα αγροτικά προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, υιοθετώντας στρατηγικές και επιχειρησιακά σχέδια που θα έχουν τους εξής στόχους: Τη σημαντική αύξηση των εξαγωγών των επωνύμων τυποποιημένων και πιστοποιημένων προϊόντων σε βάρος των εξαγωγών χύμα προϊόντων (όπως ελαιόλαδο, οπωροκηπευτικά, οίνοι ποιότητας, γαλακτοκομικά και άλλα γεωργικά προϊόντα εθνικής σημασίας), τη σημαντική αύξηση των μεριδίων που κατέχει στις διεθνείς αγορές και ιδιαίτερα σε ορισμένες αγορές στις οποίες κατέχει χαμηλά μερίδια αγοράς, και την ουσιαστική διείσδυση σε νέες δυναμικές αγορές ταχέως αναπτυσσόμενων χωρών».
Οι κορυφαίες επιδόσεις Όλες οι κατηγορίες αγροτικών προϊόντων παρουσιάζουν αύξηση των εξαγωγικών τους επιδόσεων κατά την περίοδο 1988 - 2010. Ειδικότερα, μεταξύ των κυριοτέρων (διψήφιων) κατηγοριών, το μεγαλύτερο μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής εμφανίζουν τα εξής προϊόντα: φρούτα και λαχανικά (+13,1%), ψάρια, οστρακοειδή και μαλάκια (+11,2%), καπνός και προϊόντα καπνού (+9,1%) και γαλακτοκομικά προϊόντα (+8,3%). Οι λοιπές κύριες κατηγορίες σημείωσαν μέσο ρυθμό μεταβολής που κυμαίνεται από +0,3% (ζάχαρη και παρασκευάσματα από ζάχαρη και μέλι) έως +3,3% (δημητριακά & παρασκευάσματα).
Αύξηση παρουσιάζει και η μέση αξία των εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων.
Ειδικότερα, κατά την περίοδο 1988-2010, ο δείκτης μέσης αξίας του συνόλου των αγροτικών προϊόντων αυξήθηκε κατά +70,6% σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής +3,3%. Υπενθυμίζεται ότι η μέση αξία υπολογίζεται με απλή διαίρεση της αξίας διά του όγκου και συνεπώς οι μεταβολές της δεν οφείλονται μόνο στη μεταβολή των τιμών, αλλά και στις αλλαγές της ποιοτικής σύνθεσης των εξαγωγών.
Από τις κύριες κατηγορίες προϊόντων, τον υψηλότερο μέσο ρυθμό μεταβολής των τιμών παρουσιάζουν τα δημητριακά και τα παρασκευάσματα δημητριακών (μέσος ρυθμός μεταβολής +3,6%).
Ακολουθούν, ο καπνός & προϊόντα καπνού με +3,5%, τα φρούτα και λαχανικά με +2%, τα λάδια και λίπη φυτικής προέλευσης με +1,5%, τα ποτά με +1,4% και τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αυγά πουλιών με +1%. Αντίθετα, μείωση της μέσης αξίας σημείωσαν τα διάφορα προϊόντα και παρασκευάσματα διατροφής (-0,5%), τα ψάρια, οστρακοειδή, μαλάκια κ.λπ. (-0,8%) και η ζάχαρη και τα παρασκευάσματα από ζάχαρη και μέλι (-2,8%).
Η ΕΕ είναι ο κύριος προορισμός των ελληνικών αγροτικών προϊόντων. Όμως, το ποσοστό συμμετοχής των χωρών αυτών συνεχώς μειώνεται και από 79% το 1988 περιορίστηκε σε 62% το 2010. Αυξητική τάση παρατηρείται στις εξαγωγές προς τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης με αποτέλεσμα οι χώρες αυτές να αποτελούν τον δεύτερο τόπο προορισμού των εξαγωγών με συνολικό ποσοστό συμμετοχής 20,4% (από 2,3% το 1988). Η Β. Αμερική και οι χώρες της Β. Αφρικής και Μέσης Ανατολής είναι ο τρίτος και τέταρτος προορισμός των εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων με ποσοστά συμμετοχής 5,1% και 4%, αντίστοιχα.
Τα προϊόντα-πρωταθλητές Τα στοιχεία της έρευνας του ΚΕΕΜ είναι εντυπωσιακά, καθώς αποκαλύπτουν ότι στα περισσότερα προϊόντα (54 από το σύνολο των 60) η χώρα μας περιλαμβάνεται στους πέντε κυριότερους προμηθευτές σε 26 χώρες-μέλη της Ε.Ε και του ΟΟΣΑ.
Ειδικότερα, για τα αγροτικά προϊόντα των οποίων οι εξαγωγές το 2010 ξεπέρασαν τα 50 εκατ. ευρώ, παρατηρούμε ότι στα νωπά ψάρια η Ελλάδα είναι ο πρώτος προμηθευτής της Ιταλίας με ποσοστό συμμετοχής 38,5% στο σύνολο των εισαγωγών της χώρας. Ακολουθούν τα λοιπά διατηρημένα λαχανικά (Αυστραλία: 19,9%), βερίκοκα, κεράσια & ροδάκινα (Πολωνία: 69%, Ιταλία: 49,7%, Ην. Βασίλειο: 39,4% και Γερμανία: 28,1%), καπνά χωρίς αφαίρεση μίσχων (Βουλγαρία: 53,9% και Βέλγιο: 34,3%), πορτοκάλια (Ρουμανία: 72,9% και Ουγγαρία: 51,3%), τσιγάρα (Βουλγαρία: 34,8%), φρούτα με κουκούτσια, νωπά (Ρουμανία: 37,4%), λοιπά παρασκευάσματα διατροφής (Κύπρος: 32%), ζάχαρη (Βουλγαρία: 58,7%), κρασιά (Κύπρος: 26,4%), άλλα νωπά φρούτα (Ρουμανία: 48,8%).
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένες αγορές η χώρα μας είναι ο πρώτος προμηθευτής περισσοτέρων του ενός αγροτικών προϊόντων. Για παράδειγμα, στη Βουλγαρία η Ελλάδα είναι ο πρώτος προμηθευτής σε 13 προϊόντα (παγωτά, μακαρόνια, ψωμί και φρυγανιές, άλλα λαχανικά και μείγματα λαχανικών, λαχανικά διατηρημένα, μανταρίνια, φράουλες, ζάχαρη, καπνά, τσιγάρα, κλάσματα λαδιών, εξευγενισμένο λάδι και φυτικά λίπη και λάδια).
Στην Κύπρο η Ελλάδα είναι πρώτος προμηθευτής σε 12 προϊόντα (παγωτά, σουπιές, χταπόδια και καλαμάρια, ψωμί και φρυγανιές, μπισκότα και γκοφρέτες, λοιπά προϊόντα αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, μείγματα για την παρασκευή προϊόντων αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, ζαχαρώδη παρασκευάσματα, παιδικές τροφές, λοιπά παρασκευάσματα διατροφής, μεταλλικά & αεριούχα νερά, κρασιά και μπίρα). Στη Ρουμανία σε τέσσερα προϊόντα (λαχανικά διατηρημένα, πορτοκάλια, φρούτα με κουκούτσια νωπά και άλλα νωπά φρούτα), στη Ιταλία σε τρία προϊόντα (ψάρια ζωντανά, άλλα ψάρια νωπά ή διατηρημένα και βερίκοκα, κεράσια και ροδάκινα), στις αγορές της Γερμανίας, Ουγγαρίας, Τουρκίας και Ην. Βασιλείου σε δύο προϊόντα, κ.ο.κ.
Οι βασικοί ανταγωνιστές Σημαντικές ανακατατάξεις σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες προκύπτει στην ανάλυση του ανταγωνισμού που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα.
Έτσι, παρά τις γενικές αντιλήψεις, βασικοί ανταγωνιστές της Ελλάδας στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων προς τις χώρες-μέλη της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, αποδεικνύεται ότι είναι οι χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση τα στοιχεία του διεθνούς εμπορίου του έτους 2010. Οι χώρες-μέλη της ΕΕ στο σύνολό τους αντιπροσωπεύουν το 75,1% του συνολικού ανταγωνισμού που αντιμετωπίζει η χώρα μας, και οι χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ το 84,4%.
Ειδικότερα, η Ισπανία και η Ιταλία είναι οι κύριοι ανταγωνιστές της Ελλάδας και αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο (34%) του συνολικού ανταγωνισμού που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Από τις 10 κυριότερες ανταγωνίστριες χώρες, οι οκτώ είναι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, Μ. Βρετανία, Ρουμανία και Ιρλανδία) που καταλαμβάνουν την 1η, 2η, 3η, 4η, 5η, 7η, 8η και 10η θέση, αντίστοιχα. Παράλληλα, και η Τουρκία αναδεικνύεται σε έναν από τους βασικότερους ανταγωνιστές της Ελλάδας στα αγροτικά προϊόντα, καθώς καταλαμβάνει την έκτη θέση αντιπροσωπεύοντας το 4,6%, του συνολικού ανταγωνισμού.
Σε σύγκριση με παλαιότερες μελέτες του ΚΕΕΜ και με βάση τα στοιχεία του διεθνούς εμπορίου των ετών 1981, 1986 και 1998, παρατηρείται σημαντική άνοδος της Ισπανίας (που ήταν 4η το 1986) και της Γερμανίας (που ήταν 10η το 1998).
Δεύτερη παραμένει από το 1986 η Ιταλία (ήταν 1η το 1981), η Γαλλία διατηρεί από το 1998 την τρίτη θέση (ήταν 1η το 1986 και 5η το 1981), ενώ η Τουρκία από 4η και 3η το 1981 και το 1986 περιορίστηκε στην 5η θέση το 1998 και στην 6η το 2010. Στο σύνολο των αγροτικών προϊόντων, τις έξι από τις δέκα πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν από το 1981 οι ίδιες χώρες (Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία και Τουρκία).
Aυτό προκύπτει από έρευνα του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ) και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ) που κατατάσσει τη χώρα στους κυριότερους προμηθευτές προϊόντων πρωτογενούς τομέα για τις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, με αφορμή την έρευνα του καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου, Ιωάννη Χαλικιά, για λογαριασμό του ΚΕΕΜ, που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα ο ΠΣΕ, η πρόεδρος του ΠΣΕ, Χριστίνα Σακελλαρίδη τόνισε: «Η έρευνα αποδεικνύει πως η Ελλάδα δεν ανταγωνίζεται τη φθηνή παραγωγή των τρίτων χωρών, αλλά παράγει προϊόντα ποιότητας, με καινοτομίες και τεχνογνωσία που απευθύνονται σε αναπτυγμένες, ανοικτές οικονομίες. Ως εκ τούτου, θα πρέπει και στην Ελλάδα να ισχύουν θεσμοί και λειτουργίες αναπτυγμένης ανοικτής οικονομίας, σε όρους επιχειρηματικού περιβάλλοντος, φορολογικού πλαισίου και συνεκτικής εθνικής στρατηγικής εξωστρέφειας, από τον πρωτογενή τομέα έως τις υπηρεσίες. Με ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, με άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων, με σχέδιο διεθνοποίησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και με αξιοποίηση ανθρώπων που έχουν εμπειρία και γνώσεις του εξωτερικού εμπορίου, οι παγκόσμιες πρωτιές που ήδη απολαμβάνουν τα ελληνικά προϊόντα μπορούν να επεκταθούν και να αποτελέσουν τη βάση όχι μόνο για την ανάκαμψη από την κρίση, αλλά για μία πιο σταθερή πορεία ανάπτυξης, μεσομακροπρόθεσμα».
Από την πλευρά του, ο κ. Χαλικιάς υπογράμμισε ότι «η Ελλάδα είναι βασικός προμηθευτής πολλών αγροτικών προϊόντων και έχει σημαντική παρουσία στις διεθνείς αγορές. Μπορεί, όμως, να ενισχύσει τη θέση της σε περισσότερες αγορές και σε νέα αγροτικά προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, υιοθετώντας στρατηγικές και επιχειρησιακά σχέδια που θα έχουν τους εξής στόχους: Τη σημαντική αύξηση των εξαγωγών των επωνύμων τυποποιημένων και πιστοποιημένων προϊόντων σε βάρος των εξαγωγών χύμα προϊόντων (όπως ελαιόλαδο, οπωροκηπευτικά, οίνοι ποιότητας, γαλακτοκομικά και άλλα γεωργικά προϊόντα εθνικής σημασίας), τη σημαντική αύξηση των μεριδίων που κατέχει στις διεθνείς αγορές και ιδιαίτερα σε ορισμένες αγορές στις οποίες κατέχει χαμηλά μερίδια αγοράς, και την ουσιαστική διείσδυση σε νέες δυναμικές αγορές ταχέως αναπτυσσόμενων χωρών».
Οι κορυφαίες επιδόσεις Όλες οι κατηγορίες αγροτικών προϊόντων παρουσιάζουν αύξηση των εξαγωγικών τους επιδόσεων κατά την περίοδο 1988 - 2010. Ειδικότερα, μεταξύ των κυριοτέρων (διψήφιων) κατηγοριών, το μεγαλύτερο μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής εμφανίζουν τα εξής προϊόντα: φρούτα και λαχανικά (+13,1%), ψάρια, οστρακοειδή και μαλάκια (+11,2%), καπνός και προϊόντα καπνού (+9,1%) και γαλακτοκομικά προϊόντα (+8,3%). Οι λοιπές κύριες κατηγορίες σημείωσαν μέσο ρυθμό μεταβολής που κυμαίνεται από +0,3% (ζάχαρη και παρασκευάσματα από ζάχαρη και μέλι) έως +3,3% (δημητριακά & παρασκευάσματα).
Αύξηση παρουσιάζει και η μέση αξία των εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων.
Ειδικότερα, κατά την περίοδο 1988-2010, ο δείκτης μέσης αξίας του συνόλου των αγροτικών προϊόντων αυξήθηκε κατά +70,6% σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής +3,3%. Υπενθυμίζεται ότι η μέση αξία υπολογίζεται με απλή διαίρεση της αξίας διά του όγκου και συνεπώς οι μεταβολές της δεν οφείλονται μόνο στη μεταβολή των τιμών, αλλά και στις αλλαγές της ποιοτικής σύνθεσης των εξαγωγών.
Από τις κύριες κατηγορίες προϊόντων, τον υψηλότερο μέσο ρυθμό μεταβολής των τιμών παρουσιάζουν τα δημητριακά και τα παρασκευάσματα δημητριακών (μέσος ρυθμός μεταβολής +3,6%).
Ακολουθούν, ο καπνός & προϊόντα καπνού με +3,5%, τα φρούτα και λαχανικά με +2%, τα λάδια και λίπη φυτικής προέλευσης με +1,5%, τα ποτά με +1,4% και τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αυγά πουλιών με +1%. Αντίθετα, μείωση της μέσης αξίας σημείωσαν τα διάφορα προϊόντα και παρασκευάσματα διατροφής (-0,5%), τα ψάρια, οστρακοειδή, μαλάκια κ.λπ. (-0,8%) και η ζάχαρη και τα παρασκευάσματα από ζάχαρη και μέλι (-2,8%).
Η ΕΕ είναι ο κύριος προορισμός των ελληνικών αγροτικών προϊόντων. Όμως, το ποσοστό συμμετοχής των χωρών αυτών συνεχώς μειώνεται και από 79% το 1988 περιορίστηκε σε 62% το 2010. Αυξητική τάση παρατηρείται στις εξαγωγές προς τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης με αποτέλεσμα οι χώρες αυτές να αποτελούν τον δεύτερο τόπο προορισμού των εξαγωγών με συνολικό ποσοστό συμμετοχής 20,4% (από 2,3% το 1988). Η Β. Αμερική και οι χώρες της Β. Αφρικής και Μέσης Ανατολής είναι ο τρίτος και τέταρτος προορισμός των εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων με ποσοστά συμμετοχής 5,1% και 4%, αντίστοιχα.
Τα προϊόντα-πρωταθλητές Τα στοιχεία της έρευνας του ΚΕΕΜ είναι εντυπωσιακά, καθώς αποκαλύπτουν ότι στα περισσότερα προϊόντα (54 από το σύνολο των 60) η χώρα μας περιλαμβάνεται στους πέντε κυριότερους προμηθευτές σε 26 χώρες-μέλη της Ε.Ε και του ΟΟΣΑ.
Ειδικότερα, για τα αγροτικά προϊόντα των οποίων οι εξαγωγές το 2010 ξεπέρασαν τα 50 εκατ. ευρώ, παρατηρούμε ότι στα νωπά ψάρια η Ελλάδα είναι ο πρώτος προμηθευτής της Ιταλίας με ποσοστό συμμετοχής 38,5% στο σύνολο των εισαγωγών της χώρας. Ακολουθούν τα λοιπά διατηρημένα λαχανικά (Αυστραλία: 19,9%), βερίκοκα, κεράσια & ροδάκινα (Πολωνία: 69%, Ιταλία: 49,7%, Ην. Βασίλειο: 39,4% και Γερμανία: 28,1%), καπνά χωρίς αφαίρεση μίσχων (Βουλγαρία: 53,9% και Βέλγιο: 34,3%), πορτοκάλια (Ρουμανία: 72,9% και Ουγγαρία: 51,3%), τσιγάρα (Βουλγαρία: 34,8%), φρούτα με κουκούτσια, νωπά (Ρουμανία: 37,4%), λοιπά παρασκευάσματα διατροφής (Κύπρος: 32%), ζάχαρη (Βουλγαρία: 58,7%), κρασιά (Κύπρος: 26,4%), άλλα νωπά φρούτα (Ρουμανία: 48,8%).
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένες αγορές η χώρα μας είναι ο πρώτος προμηθευτής περισσοτέρων του ενός αγροτικών προϊόντων. Για παράδειγμα, στη Βουλγαρία η Ελλάδα είναι ο πρώτος προμηθευτής σε 13 προϊόντα (παγωτά, μακαρόνια, ψωμί και φρυγανιές, άλλα λαχανικά και μείγματα λαχανικών, λαχανικά διατηρημένα, μανταρίνια, φράουλες, ζάχαρη, καπνά, τσιγάρα, κλάσματα λαδιών, εξευγενισμένο λάδι και φυτικά λίπη και λάδια).
Στην Κύπρο η Ελλάδα είναι πρώτος προμηθευτής σε 12 προϊόντα (παγωτά, σουπιές, χταπόδια και καλαμάρια, ψωμί και φρυγανιές, μπισκότα και γκοφρέτες, λοιπά προϊόντα αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, μείγματα για την παρασκευή προϊόντων αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, ζαχαρώδη παρασκευάσματα, παιδικές τροφές, λοιπά παρασκευάσματα διατροφής, μεταλλικά & αεριούχα νερά, κρασιά και μπίρα). Στη Ρουμανία σε τέσσερα προϊόντα (λαχανικά διατηρημένα, πορτοκάλια, φρούτα με κουκούτσια νωπά και άλλα νωπά φρούτα), στη Ιταλία σε τρία προϊόντα (ψάρια ζωντανά, άλλα ψάρια νωπά ή διατηρημένα και βερίκοκα, κεράσια και ροδάκινα), στις αγορές της Γερμανίας, Ουγγαρίας, Τουρκίας και Ην. Βασιλείου σε δύο προϊόντα, κ.ο.κ.
Οι βασικοί ανταγωνιστές Σημαντικές ανακατατάξεις σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες προκύπτει στην ανάλυση του ανταγωνισμού που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα.
Έτσι, παρά τις γενικές αντιλήψεις, βασικοί ανταγωνιστές της Ελλάδας στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων προς τις χώρες-μέλη της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, αποδεικνύεται ότι είναι οι χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση τα στοιχεία του διεθνούς εμπορίου του έτους 2010. Οι χώρες-μέλη της ΕΕ στο σύνολό τους αντιπροσωπεύουν το 75,1% του συνολικού ανταγωνισμού που αντιμετωπίζει η χώρα μας, και οι χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ το 84,4%.
Ειδικότερα, η Ισπανία και η Ιταλία είναι οι κύριοι ανταγωνιστές της Ελλάδας και αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο (34%) του συνολικού ανταγωνισμού που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Από τις 10 κυριότερες ανταγωνίστριες χώρες, οι οκτώ είναι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, Μ. Βρετανία, Ρουμανία και Ιρλανδία) που καταλαμβάνουν την 1η, 2η, 3η, 4η, 5η, 7η, 8η και 10η θέση, αντίστοιχα. Παράλληλα, και η Τουρκία αναδεικνύεται σε έναν από τους βασικότερους ανταγωνιστές της Ελλάδας στα αγροτικά προϊόντα, καθώς καταλαμβάνει την έκτη θέση αντιπροσωπεύοντας το 4,6%, του συνολικού ανταγωνισμού.
Σε σύγκριση με παλαιότερες μελέτες του ΚΕΕΜ και με βάση τα στοιχεία του διεθνούς εμπορίου των ετών 1981, 1986 και 1998, παρατηρείται σημαντική άνοδος της Ισπανίας (που ήταν 4η το 1986) και της Γερμανίας (που ήταν 10η το 1998).
Δεύτερη παραμένει από το 1986 η Ιταλία (ήταν 1η το 1981), η Γαλλία διατηρεί από το 1998 την τρίτη θέση (ήταν 1η το 1986 και 5η το 1981), ενώ η Τουρκία από 4η και 3η το 1981 και το 1986 περιορίστηκε στην 5η θέση το 1998 και στην 6η το 2010. Στο σύνολο των αγροτικών προϊόντων, τις έξι από τις δέκα πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν από το 1981 οι ίδιες χώρες (Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία και Τουρκία).
Πηγή: paseges.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου