Το 50% των εσόδων έρχεται στο ελαιόλαδο από το ένα τέταρτο της εγχώριας παραγωγής
Ελπίδα για το ελαιόλαδο τα νέα δίκτυα διακίνησης
Ως πολιορκητικός κριός των νέων
μικρών και ευέλικτων εταιρικών σχημάτων που εμφανίζονται με όλο μεγαλύτερη
συχνότητα στην εγχώρια αγορά και είναι διατεθειμένα να «μοιραστούν» την υπεραξία
της τυποποίησης με τους παραγωγούς μπορεί να λειτουργήσει το ποιοτικό ελληνικό
ελαιόλαδο, έχοντας ως επιπλέον όπλα τις 27 διαφορετικές ενδείξεις Π.Ο.Π. και
Π.Γ.Ε. τις οποίες έχει κατοχυρώσει.
Στην "επόμενη μέρα"
της ελληνικής αγοράς δεν μπορεί να συνεχίσουν να κάνουν κουμάντο οι Ιταλοί
έμποροι ούτε είναι όμως εφικτό ο κάθε παραγωγός να τυποποιεί το ελαιόλαδό του με
τη δική του επωνυμία.
Οι τιμές του προϊόντος για περίπου μία τριετία πιέστηκαν σε πολύ χαμηλά
επίπεδα, εξαιτίας της παραγωγής ρεκόρ της Ισπανίας η οποία, αξίζει να σημειωθεί,
κατάφερε να υπερδιπλασιάσει την παραγωγή της στο διάστημα από το 1990 έως
σήμερα.
Όμως η παρατεταμένη ξηρασία που επικράτησε στην ιβηρική χώρα το
καλοκαίρι προκάλεσε προβλήματα στην παραγωγή, η οποία αναμένεται να μειωθεί στο
50%. Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει ανοδικές τάσεις στην ισπανική αγορά
ελαιολάδου από τα τέλη Ιουλίου μέχρι σήμερα. Οι τιμές για το εξαιρετικό παρθένο
διαμορφώνονται στα 2,56 ευρώ το κιλό στην Ισπανία, γεγονός που ωθεί τις τιμές
στην ελληνική αγορά ακόμα υψηλότερα.
Έτσι τα περσινά αποθέματα της χώρας μας έχουν εξαντληθεί, αφού πουλήθηκαν στα
2,40-2,50 ευρώ το κιλό στα τέλη του καλοκαιριού, ενώ τα πρώτα βυτία εξαιρετικά
παρθένου νέας σοδειάς πωλούνται ακόμα υψηλότερα.
Πρόσφατα έφυγε από τη Χαλκιδική βυτίο με προορισμό την Ιταλία στα 2,82 ευρώ
το κιλό με οξύτητα 0,2, ενώ υπάρχουν αναφορές πως ελαιοτριβείς στη Μεσσηνία
πληρώνουν και 3,40 ευρώ για την αγορά αγουρέλαιου κορωνέικης ποικιλίας με
συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Η τυποποίηση και η υπεραξία
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην
ελληνική αγροτική οικονομία διαδραματίζει η παραγωγή του ελαιολάδου για
περισσότερο από τρεις χιλιετίες. Η σχέση του Έλληνα παραγωγού με το δέντρο της
ελιάς είναι διαχρονική και παρά το γεγονός πως έχει περάσει πολλές φορές από το
στάδιο της υπερεκτίμησης έως της αμφισβήτησης, φαίνεται πως έχει ριζώσει βαθιά
στην ελληνική γη.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η ελαιοκαλλιέργεια καλύπτει το 11% της συνολικής
αγροτικής γης στη χώρα μας.
Σύμφωνα με στοιχεία του Υπ.ΑΑΤ., στη χώρα μας καλλιεργούνται 136 εκατ.
ελαιόδεντρα, τα οποία παράγουν 280-300.000 τόνους ελαιολάδου. Από αυτή την
ποσότητα, το 43% διατίθεται σε χύμα μορφή και οδηγείται κυρίως στα χέρια των
Ιταλών εμπόρων, το 25% αφορά το τυποποιημένο προϊόν, ενώ το υπόλοιπο 32% αφορά
την αυτοκατανάλωση και τη διάθεση με τον τενεκέ. Η αξία της εγχώριας αγοράς (σε
τιμές χονδρικής) εκτιμάται στα 320 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 135-140 εκατ.
αφορούν τυποποιημένο προϊόν. Αποδεικνύεται λοιπόν πως το 1/4 της συνολικής
ελληνικής παραγωγής αποφέρει το 50% των εσόδων. Το στοιχείο αυτό αποκαλύπτει τις
τεράστιες προοπτικές που έχει ο τομέας του ελαιολάδου στη χώρα μας, υπό τον όρο
ότι θα προσαρμοστεί στις εξελίξεις σε ό,τι αφορά τη διάθεση της παραγωγής.
Στην επόμενη μέρα της ελληνικής αγοράς του ελαιολάδου δεν μπορεί να
συνεχίσουν να κάνουν κουμάντο οι Ιταλοί έμποροι απορροφώντας περίπου τη μισή
ελληνική παραγωγή, ούτε είναι όμως εφικτό ο κάθε παραγωγός να τυποποιεί το
ελαιόλαδό του υπό τη δική του επωνυμία.
Πριν τη γραφή
Η ελιά κατάγεται από
τη Μέση Ασία και εξαπλώθηκε από το Ιράν, τη Συρία και την Παλαιστίνη στην
υπόλοιπη Μεσόγειο πριν από 6.000 χρόνια.
Είναι ένα από τα αρχαιότερα καλλιεργούμενα δέντρα, το οποίο υπάρχει πριν από
την ανακάλυψη της γραφής.
Καλλιεργήθηκε στην Κρήτη πριν από 3.000 χρόνια και ίσως αποτελούσε την πηγή
πλούτου του Μινωικού πολιτισμού.
Οι Φοίνικες διέδωσαν την καλλιέργεια στις ακτές της Αφρικής και της Ν.
Ευρώπης. Επίσης, καρποί ελιάς έχουν βρεθεί σε αιγυπτιακούς τάφους που
χρονολογούνται από το 2000 π.Χ.
Η καλλιέργεια εξαπλώθηκε στους Έλληνες και αργότερα στους
Ρωμαίους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου