Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

 Περί Ντόπιων Ελληνικών Φυλών ζώων  
   
 
Βοοειδή

Επίσημα αναγνωρισμένες με επιβεβαιωμένους πληθυσμούς είναι οι φυλές: Βραχυκερατική διαφόρων τύπων της ηπειρωτικής Ελλάδας (1200 άτομα), Κατερίνης (180), και Συκιάς, Χαλκιδική (250-300). Η φυλή της νήσου Κέας, αν και  επίσημα αναγνωρισμένη, έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί. Τα τελευταία ανεπιβεβαίωτα δείγματα, φημολογείται ότι βρίσκονται διασπαρμένα στο βόρειο τμήμα της Κεας, στη νότιο Εύβοια και σε διάφορα νησιά των Κυκλάδων. Ακόμα, στη νήσο Πιπέρι των Σποράδων, ίσως επιζούν οι τελευταίοι εκπρόσωποι τοπικής φυλής βοοειδών.
Μεμονωμένα δείγματα βοοειδών στεππικού τύπου (Κατερίνης-Συκιάς) υπάρχουν διασκορπισμένα σε ανάμικτα κοπάδια της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης. Δεν συμβάλουν στην αναπαραγωγή των ελάχιστων καθαρόαιμων πυρήνων και είναι καταδικασμένα να χαθούν.
Μη αναγνωρισμένοι πληθυσμοί βοοειδών εντοπίζονται στις περιοχές: Λεπενούς Αγρινίου, εκβολές Αχελώου ποταμού, Πελοποννήσου (Μάνη, ορεινή Αχαΐα), Κρήτης, Φολεγάνδρου, Νισύρου.
Εξαφανισμένες θεωρούνται οι αγελάδες Τήνου, Σκοπέλου, Αλοννήσου, Τήλου, Ρόδου (ελευθέρας βοσκής), Ρόδου (οικόσιτη-Ασγουρούς), Κέρκυρας, πεδινή Κρήτης (Μεσσαρά). Ίσως υπήρχαν και άλλοι πληθυσμοί οι οποίοι εξαφανίσθηκαν πριν γίνει καταγραφή τους.
Παλαιότερες πηγές ανέφεραν τους τύπους Πελοποννήσου, Ηπείρου, και Κρήτης (0ρεινή και Πεδινή-Μεσσαράς) κυρίως βραχυκερατικής φυλής. Σήμερα αγνοούνται, είναι εξαφανισμένες η συμπεριλαμβάνονται στον κυρίως πληθυσμό της βραχυκερατικής.

Το Λεξικό Ελευθερουδάκη 1930, αναφέρει φυλή αποκλειστικώς γαλακτοπαραγωγικής αγελάδας που εκτρέφονταν στις εκβολές των ποταμών, Στρυμώνα και Πραβίου της Ανατολικής Μακεδονίας. Περιγράφεται ως μικρότερη και ξανθότερη της φυλής Κατερίνης αλλά δεν αναγνωρίσθηκε ποτέ. Το 2001 οι συγγραφείς Στογιάννης - Διλάνα στην "Οδύσσεια της Ελληνικής Αγροτικής-βιοποικιλότητας" αναφέρουν ότι λιγοστά δείγματα επιζούν σε περιοχές του Στρυμώνα.
Ο Ελληνικός Νεροβούβαλος είναι επίσημα αναγνωρισμένο είδος. Ο πληθυσμός του (2.000) παρουσιάζει μικρή τάση αύξησης αφού πρώτα έφτασε στο όριο της εξαφάνισης τις τελευταίες δεκαετίες.
Τα βοοειδή έχουν υποστεί μεγάλη απώλεια φυλών.


Αλογα

Αναγνωρισμένες είναι οι φυλές Σκύρου, Πίνδου, Πηνείας, Μεσσαρά Κρήτης, Ροδόπης, Ανδραβίδας και Θεσσαλίας.
Μη αναγνωρισμένες φυλές είναι το άλογο της Ρόδου,  η σπανιότερη των Ελληνικών φυλών με μόνο έξι (6) δείγματα, Μυτιλήνης-Μιντιλί, Πηλείου,  Ζακύνθου και Αίνου Κεφαλληνίας. Πιθανόν να υπάρχει τοπική ποικιλία αλόγου στην Σαμοθράκη η οποία δεν έχει ερευνηθεί.  Μη αναγνωρισμένο είναι και το Αραβάνι, πυρήνας αλόγων που εκτρέφεται στην περιοχή Σιάτιστας, με βάση αυτόχθονα άλογα διαφόρων τύπων, που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τον πλαγιοτροχασμό (αραβάνικα).
Σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας υπάρχουν πληθυσμοί ελεύθερων αλόγων. Είναι κυρίως (όχι αποκλειστικά) τύπου Πίνδου και αναπαράγονται χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση.
Παλαιές πηγές αναφέρουν την, εξαφανισμένη σήμερα, μικρόσωμη φυλή αλόγου της Αττικής.


Όνοι

Δεν υπάρχει καμία επίσημα αναγνωρισμένη φυλή. Ο αυτόχθονος Όνος έχει μελετηθεί μόνο αποσμασμα τικά.
Ο τύπος Αρκαδίας αναφέρεται από τον καθηγητή κο Αρσένο ως ο πιο αντιπροσωπευτικός της χώρας. Ο Όνος της Τήνου αναφέρθηκε ως ιδιαίτερος τύπος το 1965 από τον Εμμανουήλ Αμάση. Ανεπιβεβαίωτος τύπος έχει αναφερθεί στη Λύμνο, ενώ ιδιαίτερα μικρόσωμοι θεωρούνται οι Όνοι της Σκύρου και  ελάχιστα δείγματα (ιδιαίτερη φυλή;) που ανιχνεύθηκαν στο χωριό Περδικάκι Αιτωλοακρανανίας.
Ο Όνος της Αλφειούσας, (περιοχή ποταμού Αλφειού, Πελοπόννησος), αναφέρθηκε από τοπικές πηγές ως ιδιαίτερα μεγαλόσωμος, με πεπλατυσμένη ουρά και μεγαλύτερες οπλές, αποτέλεσμα της προσαρμογής του σε παραποτάμιο περιβάλλον. Σήμερα θεωρείται εξαφανισμένος.


Πρόβατα

Περισσότερες από 30 φυλές είναι επίσημα αναγνωρισμένες, όπως οι φυλές:
Αστερουσίων Ορέων Κρήτης, Ανωγείων, Καρύστου, Κεφαλληνίας, Κύμης, Γλώσσας Σκοπέλου, Χίου, Μυτιλήνης, Πηλίου, Θράκης, Ζακύνθου, Κατσικά Ιωαννίνων, Ορεινό Ηπείρου (τύποι Συράκου κ Καλαρίτικο), Πελαγωνίας, Σαρακατσάνικο, Καταφυγίου, Ευδήλου Ικαρίας, Αργους, Καραγκούνικο (3 τύποι), Σητίας, Σφακίων, Φριζάρτα, Κοζάνης, Αγρινίου.
Αβέβαιης ταυτότητας είναι τα πρόβατα Αλοννήσου (πιθανόν τα ίδια με Γλώσσας Σκοπέλου), Αγίας Παρασκευής Λέσβου (πιθανόν ενσωματώθηκε στην κυρίως φυλή Μυτιλήνης), Λήμνου, Ηπείρου (πιθανόν ίδιο με Ορεινό Ηπείρου), Δράμας, Βλάχικο, Μπούτσικο (πιθανόν απλώς χρωματισμός και όχι φυλή),  Χανίων, Ρωμέικο-Ρωμαικό, Σκύρου, Κάλεσα Ξηρομέρου, Αγρινίου, Καραμάνικο (αβέβαιο εάν είναι απλώς χρωματισμός).
Μη επίσημα καταγεγραμμένες, και όχι πάντα επιβεβαιωμένες ποικιλίες αναφέρονται στην Πάρο (μικρόσωμη),  Δυτική Λέσβο (μικρόσωμη), Αραπά (Μεσσηνία), Μεσσηνία, Ολυμπία, Θράκη (Πομακοχώρια), Κάσσο, Δυτική Αιτωλοακαρνανία (2 τύποι), Μηλιά Μεστόβου.
Γενικευμένοι όροι όπως "φυλή Αιγαίου" αναφέρονται σε γεωγραφικά διάσπαρτους νησιωτικούς πληθυσμούς και πιθανόν καλύπτουν ποικιλία τύπων, μέρος μόνον των οποίων είναι ταυτοποιημένοι.
Σπανιότερες είναι οι φυλές Ευδήλου Ικαρίας (55), Άργους (25), Θράκης(40-50), Αγρινίου (450), Κοκοβίτικο (700), Καταφυγίου (2-3, πρέπει να θεωρηθεί πρακτικά εξαφανισμένη).
Εξαφανισμένα θεωρούνται τα πρόβατα Ρόδου (2 φυλές), Γράμμου, Ρυμουλκίου,  Λευκίμης Κερκύρας, Αρβανιτοβλάχικο, Γραμμουτσιανής, Χαλκηδικής, Γκέκικο-Κιβιρτζίκ,
Οι φυλές προβάτων έχουν μελετηθεί ίσως περισσότερο από όλες τις κατηγορίες παραγωγικών ζώων.


Αίγες

Η Αίγα Σκοπέλου είναι η μόνη επίσημα αναγνωρισμένη φυλή.
Αν και στην Ελλάδα εκτρέφεται ο μεγαλύτερος πληθυσμός αιγών (4.5-5 εκατ.) από όλες τις χώρες της Ε.Ε., δεν έχει γίνει καταγραφή, διαχωρισμός και αναγνώρισης φυλών. Η συντριπτική πλειοψηφία των αιγών περικλείεται στον γενικό όρο "Ελληνική Αίγα".
Ο πλέον διαδεδομένος και κυρίαρχος τύπος θεωρείται αυτός της Βλάχικης Αίγας με μεγάλη παραλλακτικότητα και ευρεία κατανομή στην ηπειρωτική και νησιωτική χώρα.
Στην Ρόδο είχαν καταγραφεί δύο σταθεροποιημένες αυτόχθονες φυλές από τις Ιταλικες αρχές προ του 1940. Η μία ήταν οικόσιτη γαλακτοπαραγωγής και η άλλη ελεύθερης βοσκής. Σήμερα και οι δύο θεωρούνται εξαφανισμένες η δεν υπάρχουν πρόσφατα στοιχεία.
Μεταξύ των πιο γνωστών ανεπίσημων φυλών είναι η Ουλοκερατική (βλέπε σελίδα "Πρόγραμμα Διάσωσης Ουλοκερατικής Αίγας"), Καρύστου και Μπαρμπάτσικη (πιθανόν συνώνυμη η συγχεόμενη με αίγες των περιοχών Χασιάς και Λαμίας). Η αίγα Καρύστου, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, ίσως είναι κοντά στο στάδιο επίσημης αναγνώρισης.
Έρευνες εν μέρει χρηματοδοτούμενες από το SAVE Foundation, και σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα πρωτοβουλίας και συλλογής πληροφοριών από μέλη της ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ, αποκαλύπτουν ένα ευρύ φάσμα πληθυσμών, που αφού επιβεβαιωθούν και μελετηθούν, θα μπορούσαν να θεωρηθούν φυλές η ποικιλίες.  Οι περισσότεροι από αυτούς είναι συνήθως γνωστοί μόνο σε στενά τοπικό επίπεδο και τείνουν να περιοριστούν αριθμητικά.
Μέχρι στιγμής έχουν αναφερθεί οι τύποι/ποικιλίες/φυλές Φολεγάνδρου, Αμοργού, Ηλείας, Βαλτετσίου (Πελοπόννησος), Ψαρόγκεσα (Βόρειος Πελοπόννησος), Μαρτίνα (Β. Πελοπόννησος/Καλάβρυτα), Ικαρίας, Κεφαλληνίας, Κάσου, Κρήτης ( 3 τύποι), Κρήτης Σφακίων, Αριδαίας, Ζάρκα (Β. Θεσσαλία), Μαύρη Ελληνική φυλή/Γκόρμπα με διάφορους υποτύπους (Ηπειρος, Μακεδονία, Θεσσαλία), Ναυπάκτου, Περδικακίου Αιτ/νιας (μικρόσωμη), Όρους Παγκαίου, Σερρών, Καρατζά (Ροδόπη), Κυρά Παναγιάς (Σποράδες), Σάμου (διάφοροι τύποι), Σκύρου, Μυτιλήνης, Δεσφήνας, Λειβαδίας-χωριό Κυριάκι, Νύσηρος, Χαλκίδας/Ορους Δύρφης, Μικρόσωμη Ταϋγέτου, Πιερρίων Ορέων, Μικρόσωμη Ερυμάνθου Όρους (Πελοπόννησος), Ανώνυμη φυλή Βορείου Πελοποννήσου, Δερβενοχωρίων.
Ο όρος "Γκιόσα" ίσως περιγράφει απλώς έναν συγκεκριμένο χρωματισμό (μαύρο με περιορισμένες λευκές κηλίδες). Εν τούτοις έχουν καταγραφεί συμπαγή κοπάδια στην Πελοπόννησο με σταθεροποιημένη μορφολογία που φέρουν τον χρωματισμό αυτό.
Άλλοι χαρακτηρισμοί όπως "Ευθύκερος" δεν είναι γνωστό εάν αναφέρονται σε συγκεκριμένη ποικιλία η απλώς σε σχήμα κεράτων.
Υπάρχουν ενδείξεις και για άλλους τύπους οι οποίοι δεν έχουν καταγραφεί.
Στις νησίδες Γιούρα και Αντίμηλος υπάρχουν πληθυσμοί πρωτόγονων ημιαγρίων αιγών, με συγκεκριμένη ο κάθε ένας μορφολογία, οι οποίοι φαίνεται να έχουν συγγένεια με τον Κρητικό Αίγαγρο. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν αντίστοιχοι πληθυσμοί, στις νησίδες Πολύαιγο, Δίας και Άγιοι Πάντες ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Η Σαμοθράκη και η Σαντορίνη είχαν ανάλογες ποικιλίες άγριων αιγών οι οποίες εξαφανίσθηκαν πρόσφατα, ιδιαίτερα της Σαμοθράκης, λόγω επιμιξίας με οικόσιτες.


Χοίροι

Ο Μαύρος Ελληνικός Χοίρος είναι η μόνη ευρέως γνωστή φυλή που αποτέλεσε αντικείμενο επιστημονικής έρευνας. Εκτός του μαύρου κυρίαρχου χρωματισμού υπάρχουν καφέ-κόκκινα και λευκά-μαύρα δείγματα. Ο αριθμός του είναι χαμηλός με πρόσφατα αυξητική τάση. Συναντάται σε διάφορες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, Θεσσαλίας και Πελοποννήσου. Εμφανίζεται σε δύο μεγέθη (μεγάλο και μικρό) ανάλογα με την τοπογραφία. Στη περιοχή Ηλείας, υπάρχει χωρίς πλήρη επιβεβαίωση, παραλλαγή με ιδιαίτερα βραχύτερο ρύγχος.
Ο Χοίρος της Καρδίτσας έχει αναφερθεί ως αυτόχθονη φυλή στο χείλος της εξαφάνισης. Το  1997 υπήρχαν μόνο 200 δείγματα. Η τύχη του σήμερα αγνοείται.
Ανεπιβεβαίωτη φυλή χοίρων υπάρχει στην περιοχή Πιερρίων Ορέων.
Στις Κυκλάδες ιδιαίτεροι τύποι χοίρων, πιθανόν ασιατικής προέλευσης υπήρχαν στην Σύρο, Μύκονο και Κέα (Τζιώτικο γουρούνι). Σήμερα θεωρούνται εξαφανισμένοι. Πιθανόν παρόμοιος τύπος επιβιώνει σε μικρούς αριθμούς στην Κρήτη.
Χοίροι ελεύθερης βοσκής απροσδιορίστου τύπου και προέλευσης έχουν καταγραφεί στην Κάσσο και Φολέγανδρο.
Εξαφανισμένα "ντόπια γουρούνια" απροσδιορίστου τύπου, αναφέρονται από την Ικαρία.
Στην Ρόδο οι Ιταλικές αρχές,  προ του 1940, είχαν καταγράψει δύο αυτόχθονους τύπους οι οποίοι σήμερα θεωρούνται εξαφανισμένοι.


Ορνιθες

Εξημερωμένες όρνιθες υπάρχουν στην Ελλάδα από την αρχαιότητα. Δεν υπάρχει καμία επίσημα αναγνωρισμένη φυλή. Δεν εκτράφηκαν ποτέ συστηματικά ούτε αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης.
Πυρήνες από "ντόπιες κότες" ελευθέρας βοσκής εξακολουθούν να εκτρέφονται ιδιαίτερα σε απομονωμένες περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας. Τελευταία ο πληθυσμός τους μειώθηκε δραματικά διότι αντικαταστάθηκαν από εισαγώμενες φυλές. Οι "ντόπιες" όρνιθες  είναι γενικά μικρότερες σε μέγεθος (όχι όσο κάποιες ξένες διακοσμητικές φυλές). Διατηρούν την ικανότητα επώασης και ανατροφής των νεοσσών, καταναλώνουν μικρότερη ποσότητα τροφής, έχουν μεγαλύτερη αυγοπαραγωγή, ενώ εμφανίζουν και κάποια χαρακτηριστικά άγριας όρνιθας όπως : ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης, ανεπτυγμένη ικανότητα να πετούν και τάση να κουρνιάζουν στα υψηλότερα σημεία των δένδρων.

Υπάρχουν διάφοροι τύποι οι οποίοι θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε καθαρόαιμες φυλές.  Μεταξύ αυτών είναι η Κατσουλίερα (τύπος με λοφίο), Σκαλτσουνάτη (με φτερά στα πόδια), Μπουφούνες (γενιάδα), Νανόκοτα Θράκης, Γυμνόλαιμη Λέσβου, Φιλιανή Λέσβου, Μαύρη Κότα Καλαμάτας/Μεσσηνίας, Γυφτοκόκορας (Θεσσαλίας ίσως και άλλων περιοχών), Πετρωτή/Λαθουράτη, μικρόσωμοι τύποι διάφορων περιοχών όπως Τρικάλων , Καρδίτσας (χωριό Παλαμάς).
Κάποιες ποικιλίες εκτρέφονται με βάση χαρακτηριστικά όπως την παρατεταμένη κραυγή των αρσενικών (Θεσσαλία, Θράκη), ή την χρησιμοποίησή τους σε κοκορομαχίες όπως οι Χιλιανές των Πομάκων.
Ορνιθες με κατσαρό πτέρωμα αναφέρονται στην Πελοπόννησο, Λαμία και Λέσβο. Παλαιότερα ήταν μάλλον πιο διαδεδομένες.
Κάποιοι τύποι θεωρούνται ήδη εξαφανισμένοι όπως οι Φωλιδοτές κότες Χαλκιδικής και τα Νησυριώτικα Κοκόρια (μάχης).
Η επιβεβαίωση και ο προσδιορισμός της γεωγραφικής εξάπλωσης των πληθυσμών είναι στο αρχικό στάδιο έρευνας.  Ντόπιες κότες απροσδιορίστου ταυτότητας αναφέρονται στην Αλόννησο, το Σκαλοχώρι Λέσβου, Ήπειρο, Αντίπαρο, Πάρο, Κέρκυρα, Σκύρο, Μήλο και Νάξο.


Περιστέρια

Περιστέρια εκτρέφονται στην Ελλάδα από την αρχαιότητα. Δεν υπάρχει καμία επίσημα αναγνωρισμένη φυλή.
Οι Βούτες, τα Ντουνέκια και τα Παπαγαλάκια είναι γνωστές σύγχρονες ντόπιες φυλές. Οι  Βούτες και τα Ντουνέκια εκτρέφονται με βάση τον ιδιαίτερο τρόπο που πετούν. Τα Παπαγαλάκια είναι μικρά περιστέρια με πολύ κοντά ράμφη και οι ποικιλίες τους διαχωρίζονται βάση χρώματος και μεγέθους.
Τα Ελληνικά περιστέρια έχουν ερευνηθεί ελάχιστα. Πληροφορίες από την Πάρο αναφέρουν δύο τοπικές ποικιλίες που εκτρέφονται αποκλειστικά από μία οικογένεια. Η μία είναι σχετικά μικρόσωμη ενώ η άλλη μεγαλόσωμη (τύπος κρεατοπαραγωγής/εδώδιμος).
Πιθανόν να υπάρχουν και άλλες μη καταγεγραμμένες ποικιλίες η κάποιες που εξαφανίσθηκαν.


Γαλοπούλες

Δεν υπάρχει καμία επίσημα αναγνωρισμένη  φυλή.
Οι ντόπιες γαλοπούλες ελεύθερης βοσκής δεν έχουν μελετηθεί ποτέ. Είναι πολύ μικρότερες (2-3 κιλά) από αυτές εντατικής εκτροφής, διατηρούν την ικανότητα να πετούν ψηλά, να κουρνιάζουν σε δένδρα ενώ συνήθως είναι γκρίζες σε αντίθεση με τις μαύρες εισαγόμενες.
Σήμερα θεωρούνται σχεδόν εξαφανισμένες ενώ παλαιότερα ήταν ευρύτερα διαδεδομένες. Ο αριθμός τους μειώθηκε δραστικά λόγω της αντικατάστασής τους από ξένες φυλές. Πληροφορίες αναφέρουν ότι μικρές ομάδες εξακολουθούν να εκτρέφονται στην Ηλεία, Θεσσαλία, Φολέγανδρο, Ζάκυνθο, Λαμία, Αιτωλοακαρνανία (Ν. Χαλκιόπουλο).
Σε χωριά της περιοχής Τρικάλων εκτρέφεται ακόμα, σε κάποιους αριθμούς, τοπική ποικιλία βαθύτερου γκρίζου χρωματ ισμού η οποία θα μπορούσε να διασωθεί και να αποτελέσει ξεχωριστή φυλή.
Μικροί πυρήνες από λευκές και κοκκινωπές ντόπιες (καθώς και γκρίζες) γαλοπούλες εκτρέφονται στο χωριό Αγία Παρασκευή της Λέσβου.
Πιθανόν υπάρχουν και άλλοι πυρήνες που δεν έχουν καταγραφεί.


Σκύλοι

Επίσημα αναγνωρισμένες φυλές από τον Κυνολογικό Ομιλο Ελλάδος είναι οι φυλές: Ελληνικός Ιχνηλάτης, Ελληνικός Ποιμενικός, Λευκό Ελληνικό Τσοπανόσκυλο, Μολοσσός της Ηπείρου, Κρητικός Λαγωνικός, Κοκόνι.
Μη αναγνωρισμένοι τύποι είναι η Αλωπεκίς, ο Λαγωνικός της Ρόδου, ο Τρίχρωμος Ελληνικός Ιχνηλάτης, ο Λαγωνικός Καρπάθου, και το Βενετάκι η Μορόπα (μικρόσωμη ποικιλία του Κρητικού Λαγωνικού).
Τον 20ο αιώνα ομάδες όπως οι πρωτόγονοι Ιχνηλάτες και οι Λαγωνικοί οπτικού εντοπισμού θηραμάτων (τύποι greyhound), δεν έτυχαν τις προσοχής που άξιζαν και σε μεγάλο βαθμό εξαφανίσθηκαν..  Οι Λαγωνίκες της Θεσσαλίας (τύπος greyhound) επέζησαν μέχρι τις αρχές του 1900.
Ο Λακωνικός Λαγωνικός,  πρωτόγονος Ιχνηλάτης συγγενής του Κρητικού, γνωστότατος από αρχαίες πηγές,  αφέθηκε στην τύχη του, αν και υπάρχουν ενδείξεις για λίγα παρηκμασμένα δείγματα.
Οι πρωτόγονοι Λαγωνικοί είχαν ευρύτατη κατανομή στην νησιωτική και ηπειρωτική χώρα. Ψήγματά τους επιζούν ή φημολογούνται στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη,  νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Σάμος, Λέρος, Λήμνος).  Στο πρόσφατο παρελθόν ήταν γνωστοί στην Σαντορίνη και  την Θεσσαλία.
Το Κρικελιώτικο Λαγόσκυλο (Κρίκελο Ευρυτανίας), θεωρητικά εξαφανισμένη φυλή, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, ήταν πρωτόγονος Ιχνηλάτης. Πιθανόν είναι συνώνυμο ή στενά συγγενικό του "Τσακαλογκέκικου",  γνωστού σε Θεσσαλία και Μακεδονία.
Ποιμενικοί συγκέντρωσης κοπαδιών, διαφορετικής μορφολογίας και τρόπου εργασίας από τον Ελληνικό Ποιμενικό, όπως το Κορδολούρι της Σκύρου, το Κυρήτσι της Ρόδου, τα "Γερμανάκια" της Μακεδονίας, παραμένουν γνωστοί μόνο σε στενό τοπικό επίπεδο.
Το Μαντρόσκυλο της Πελοποννήσου θεωρείται εξαφανισμένο αν και αρκετοί παραδοσιακοί κτηνοτρόφοι της περιοχής εξακολουθούν να εκτρέφουν διάφορους ντόπιους ποιμενικούς σκύλους.
Τα τσοπανόσκυλα της Κρήτης, μικρότερες εκδόσεις του Ελληνικού Ποιμενικού της ηπειρωτικής χώρας, είναι ελάχιστα γνωστά εκτός του οροπεδίου Λασηθίου.
Οι ιχνηλάτες Κιρτζαλή και Νάουσας έχουν αναφερθεί ως εξαφανισμένες ποικιλίες της δυτικής Μακεδονίας.
Το Συριανό Πόιντερ/Δείκτης, τα Μπαράκια (ιχνηλατες με σκληρότριχους μανδύες), και διάφοροι πυρήνες κίτρινων ιχνηλατών (κόκκινα), καθώς και ντόπια λαγόσκυλα της Νάξου, θεωρούνται ότι προέρχονται από ξένες φυλές, παρά την μακρόχρονη παρουσία τους στην Ελλάδα.
Ευρύτατα διαδεδομένοι οικόσιτοι σκύλοι, στην ηπειρωτική και νησιωτική χώρα, με σκληρότριχους (Griffon) η ελαφρώς κατσαρούς μανδύες (Griffon-Caniche) απορρίπτονται ως παράγωγα ξένων φυλών. Το ίδιο ισχύει για μικρόσωμους κατοικίδιους σκύλους διαφόρων τύπων, διάσπαρτων σε αγροτικές περιοχές.
Υπάρχουν και άλλοι πληθυσμοί αυτόχθονων σκύλων για τους οποίους ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά.



Γάτες

Η Γάτα του Αιγαίου είναι η μόνη αναγνωρισμένη φυλή από τον Ελληνικό Όμιλο Γάτας. Ανεπιβεβαίωτοι τύποι αναφέρονται από τους Παξούς, την Ικαρία, τη νότια Εύβοια.


Κουνέλια

Ο μόνος γνωστός τύπος είναι το ντόπιο Ελληνικό κουνέλι. Παρότι εκτρέφεται για πολλά χρόνια και είναι γνωστό στους ειδικούς, δεν αποτελεί αναγνωρισμένη φυλή και δεν μελετήθηκε ποτέ. Είναι γκρίζου χρώματος και όχι ιδιαίτερα μεγαλόσωμο. Παλαιότερα ήταν περισσότερο διαδεδομένο αλλά εκτρέφεται ακόμα σποραδικά. Στην περιοχή Τριχωνίδας εντοπίσθηκε ιδιοκτήτης που εκτρέφει καθαρόαιμα ντόπια κουνέλια επί πέντε δεκαετίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου