Μια εναλλακτική προσέγγιση στη βιώσιμη γεωργία κάνει μια φάρμα στη Θεσσαλονίκη: Το αγρόκτημα Κούλελης, μια τοπική οικογενειακή επιχείρηση γαλακτοκομικών που ιδρύθηκε στις αρχές του αιώνα, συνδυάζει την οικονομία με την προστασία του περιβάλλοντος και την υγεία του καταναλωτή έχοντας εγκαταλείψει τη σόγια και τρέφοντας πλέον τα πρόβατά της με λούπινα, τα οποία καλλιεργούνται εντός του αγροκτήματος. Είναι μία κίνηση που αρχίζει να διαδίδεται όλο και περισσότερο στην ευρύτερη περιοχή, ανοίγοντας τον δρόμο για τη μείωση του κόστος παραγωγής εν μέσω κρίσης…
Η επιχείρηση Κούλελη θεωρείται πρωτοπόρα φάρμα, καθώς συμμετέχει στα προγράμματα erasmus που διοργανώνει η περιβαλλοντική οργάνωση Greenpeace για Ευρωπαίους κτηνοτρόφους. Προγράμματα, κατά τη διάρκεια των οποίων οι παραγωγοί ανταλλάσσουν μεταξύ τους επισκέψεις και τεχνογνωσία σε σχέση με τη βιώσιμη γεωργία.
Στο αγρόκτημα, το οποίο καλύπτει μία έκταση 500 στρεμμάτων, οι κτηνοτρόφοι της Ευρώπης μπορούν να μάθουν πώς και γιατί καλλιεργούνται τα λούπινα. Μια καλλιέργεια με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες, που επιτρέπει να είμαστε αυτάρκεις χωρίς να εξαρτώμαστε από την εισαγόμενη ή τη μεταλλαγμένη σόγια, μια παραγωγή με χαμηλό κόστος αφού δεν χρειάζεται νερό, λιπάσματα ή ζιζανιοκτόνα, που βοηθά στην καλή υγεία των ζώων και συμβάλλει σε ένα τελικό προϊόν με πολύ ευχάριστη γεύση. Και όλα αυτά με καλή απόδοση, που μπορεί να φτάσει και τα 400 κιλά ανά στρέμμα.
Στην περιοχή της Δορκάδας, όπου λειτουργεί το αγρόκτημα, παράγεται κυρίως γιαούρτι, ενώ η οικογένεια Κούλελη παράγει, επίσης, τυρί, γάλα και κρέμα γάλακτος. «Φέτος πηγαίνουμε στον έκτο χρόνο με το λούπινο», λέει ο κ. Πρόδρομος Κούλελης, μιλώντας στην «Αγροbusiness». «Με το λούπινο δεν έχουμε απλώς εσόδημα, έχουμε μέλλον. Γίναμε αυτόνομοι. Εχουμε ζώα μόνο ελληνικής φυλής, τα ταΐζουμε λούπινο, βρώμη δική μας, κριθάρι από έναν φίλο από διπλανό χωριό, απολύτως τίποτα γενετικά τροποποιημένο», εξηγεί. «Το λούπινο είναι ένα φυτό καταπληκτικό, με περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη 40%. Η καλλιέργειά του δεν χρειάζεται ιδιαίτερα ή καινούργια μηχανήματα. Αν πάρεις τον σπόρο σου μια φορά, σπέρνεις και ξανασπέρνεις από αυτόν τον σπόρο και έχει πολύ καλό κέρδος. Ειδικά για τα δικά μας εδάφη, που είναι άγονα, ίσως να μην υπήρχε καλύτερη καλλιέργεια και με καλύτερη απόδοση», συνεχίζει. «Εχει και τα αρνητικά του, όπως κάθε καλλιέργεια, όμως για μένα είναι σούπερ φυτό. Το μουλιάζω, ταΐζω φύτρο τα ζώα και κάνει θαύματα. Από τότε που το ξεκινήσαμε δεν έχουμε τοξιναιμίες, δεν έχουμε μαστίτιδες. Και είμαστε ακόμη στην αρχή, αφού στο εξωτερικό από το λούπινο παράγονται προϊόντα, όπως αλεύρι, που πωλούνται σε υψηλές τιμές».
Αυτό ίσως εξηγεί το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι στην περιοχή στρέφονται στο κτηνοτροφικό λούπινο, αναδεικνύοντας τη Βόρεια Ελλάδα στη μεγαλύτερη λουπινοπαραγωγό περιοχή της χώρας. «Υπολογίζουμε ότι σε μια ακτίνα περίπου 40 χιλιομέτρων με κέντρο τη Δορκάδα έχουν φυτευτεί περισσότερα από 80.000 στρέμματα, που σημαίνει ότι θα έχουμε μια απόδοση τουλάχιστον 10.000-12.000 τόνων. Δώσαμε, βέβαια, μεγάλο αγώνα για να φτάσουμε εδώ. Οι παλιότεροι δεν εγκαταλείπουν εύκολα αυτό που έχουν μάθει, δηλαδή τη σόγια», λέει ο κ. Κούλελης.
Σύμφωνα με την Greenpeace, στην Ελλάδα, παλαιότερα, καλλιεργούνταν κυρίως το λευκό, ντόπιο, πικρό λούπινο, το οποίο ύστερα από την κατάλληλη αποπίκρυνση καταναλωνόταν από ανθρώπους και ζώα. Η καλλιέργεια γινόταν κυρίως σε Πελοπόννησο, Κρήτη και Αιτωλοακαρνανία. Σήμερα η καλλιέργειά του επανέρχεται με εισαγόμενες και λιγότερο πικρές ποικιλίες -κυρίως από Ιταλία- με μεγαλύτερη εξάπλωση στη Βόρεια Ελλάδα. Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 η καλλιέργεια του λούπινου, όπως και των υπόλοιπων κτηνοτροφικών πρωτεϊνούχων φυτών (ρεβίθι, μπιζέλι, κουκί), εγκαταλείφθηκε και αντικαταστάθηκε από την εισαγόμενη σόγια, η οποία στο μεγαλύτερο ποσοστό της είναι μεταλλαγμένη.
Οι παλαιότεροι αποκαλούσαν το λούπινο «το κρέας του φτωχού», λόγω της υψηλής περιεκτικότητας των καρπών του σε πρωτεΐνη, και το έτρωγαν όπως τα όσπρια ή ωμό. Συχνά ξεπίκριζαν το λούπινο με εμβάπτιση στη θάλασσα ή με καβούρδισμα. Ο καρπός του αποτελεί επίσης πλούσια πηγή ασβεστίου, σιδήρου, μαγνησίου και φωσφόρου.
Το λούπινο είναι ένα όσπριο που ανήκει στην οικογένεια των ψυχανθών, ένα αρχαίο φυτό που κατάγεται από τις χώρες της Μεσογείου. Είναι ετήσιο, ποώδες φυτό, με όρθια ανάπτυξη και ύψος που κυμαίνεται από 30 έως 120 εκατοστά. Εχει την ιδιότητα να λιπαίνει το έδαφος γιατί κάνει κατακράτηση του αζώτου, εμπλουτίζοντάς το για την επόμενη σπορά. Τα φύλλα του είναι παλαμοειδώς σύνθετα με 5 έως 9 φυλλάρια, που είναι λεία στην πάνω επιφάνεια και τριχωτά από κάτω. Τα άνθη του είναι άοσμα, λευκά ή λευκώδη και σχηματίζουν βοτρυώδη ταξιανθία στην κορυφή των βλαστών. Δίνουν όρθιους, κίτρινους λοβούς, καλυμμένους από κοντό τρίχωμα και περιέχουν από 2 έως 6 λευκούς, λείους και πεπλατυσμένους σπόρους, οι οποίοι έχουν σχήμα σχεδόν τετράγωνο με στρογγυλεμένες τις γωνίες. Το φυτό αναπτύσσει στο κεντρικό του στέλεχος μία κεντρική ταξιανθία και ανάλογα με την ανάπτυξή του αναπτύσσει δευτερεύουσες ή και τριτεύουσες διακλαδώσεις βλαστών με ταξιανθία επάκρια. Το λευκό λούπινο κατά βάση αυτεπικονιάζεται, αλλά σε ένα ποσοστό 10-15% σταυρεπικονιάζεται μέσω των εντόμων. Εχει ρίζες βαθιές, που συχνά φτάνουν σε βάθος ενός μέτρου, στις οποίες σχηματίζονται πολυάριθμα ευμεγέθη φυμάτια που λειτουργούν συμβιωτικά με μικροοργανισμούς του εδάφους, τα αζωτοβακτήρια. Αυτά δεσμεύουν το ατμοσφαιρικό άζωτο και έτσι δίνουν τη δυνατότητα στα φυτά να αναπτυχθούν. Η πικράδα του καρπού οφείλεται σε ορισμένες αλκαλοειδείς ουσίες, οι οποίες είναι τοξικές για τον άνθρωπο και τα ζώα και γι’ αυτό συνιστάται ξεπίκρισμα πριν από τη χρήση.